Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ο Λύκος & το Κοράκι


 Η ιστορία είναι ήδη γνωστή και έχει τραγουδηθεί πολλές φορές μέσα από τους αιώνες, τόσο που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα. Και έχει αλλάξει τόσες πολλές μορφές στα χέρια του κάθε τραγουδοποιού. Την πήρα, την έδεσα με τους πιο παλιούς και πιο ακέραιους μύθους που μπορούσα να βρω κι όπου έλειπε κάτι ή έμενε αναπάντητο, άφηνα την έμπνευση και τη φαντασία να με καθοδηγεί. Βγήκαν διάφορα κομμάτια κι ένα από αυτά είναι το παρακάτω που δεν βρίσκεται ούτε στην αρχή, αλλά ούτε και στο τέλος του όλου έπους. 
Θα το παραθέσω σε δύο συνέχειες. Μπορεί να έχει τη μορφή ενός απλού διηγήματος όπου προσπάθησα να επεξηγήσω τα όσα είχαν προηγηθεί ή να ρίξω υπόνοιες για το τι μέλλει να γίνει, αλλά μπορεί και κάποτε να ολοκληρωθεί, να πάρει την ολοκλήρωση και τη συνέχεια που του αξίζει.
Η ιστορία έρχεται από τον Βορρά, από άγριους τόπους όπου η μάχη με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους ήταν αδυσώπητη, πιο σκληρή όμως ήταν η μάχη με τον ίδιο τον εαυτό. Κάτι που γίνεται και στις μέρες μας.
Μιλάει για ένα καταραμένο δαχτυλίδι που έκανε το κύκλο του και τι προκάλεσε σε όσους τόλμησαν να το αγγίξουν στο διάβα του....

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

«Ζίιιγκφριντ!», ούρλιαξε, «Ζίγκφριντ καιρός να εμφανιστείς!»
Κι εμφανίστηκε μπροστά της σαν να ανταποκρίθηκε στο θυμωμένο κάλεσμά της. Όμως ήξερε καλύτερα, ο Ζίγκφριντ σπάνια υποχωρούσε κι ότι κι αν ήταν, τολμούσε να το αντιμετωπίσει. Το ίδιο κι εκείνη, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον.
Ωστόσο στεκόταν μπροστά της πεζός και όχι καβάλα στο άλογό του. Και στεκόταν απλά, χωρίς έστω να κάνει καμιά κίνηση με το σπαθί του στο χέρι, το οποίο κρατούσε χαλαρά αφημένο προς το έδαφος. Ούτε καν στραμμένο προς το μέρος της. Κι όμως ήταν στητός, θαρραλέος, ενώ ήξερε πως εκείνη, καβάλα στη Γκράνι, είχε το πλεονέκτημα. Ήξερε πως όποια γρήγορη κίνηση κι αν έκανε, μπορούσε να του επιφέρει ακαριαίο χτύπημα πριν καν προλάβει να ανασάνει. Όλα αυτά τα γνώριζε φυσικά.  
Μήτε η ίδια όμως έβγαζε κάποια ένδειξη ότι θα διέγραφε κάποιο χτύπημα ή έστω κάποια κίνηση προς τη μεριά του…
Ούτε καν ξαναεκστόμισε αυτή τη διαπεραστική ξορκιστική κραυγή που συνηθίζουν να εξαπολύουν οι Βαλ Κύρη στις μάχες φωνάζοντας το όνομά του. Τράβηξε τα γκέμια της Γκράνι και ήρθε ακριβώς μπροστά του, περνώντας τον έτσι κατά πολύ παραπάνω από ένα κεφάλι…
Με μια κάπως αιφνιδιαστική κίνηση κατέβηκε από το άλογο. Ήθελε να τον αντιμετωπίσει σε μια ίση μάχη, όχι μόνο γιατί το υπαγόρευαν οι άγραφοι κανόνες της μονομαχίας, αλλά γιατί όντως το ήθελε. Γιατί αυτή τη στιγμή ούτε καν η ίδια μπορούσε να βρει τι να κάνει ακριβώς. Έπρεπε να μη σκέφτεται οτιδήποτε, ούτε καν να σκεφτεί ότι μπορεί να παραλύσει, όχι τώρα, όχι αυτή τη στιγμή!
«Πατέρα», μουρμούρισε από μέσα της, «κάποτε μου έδειξες το αληθινό σου πρόσωπο στη μάχη και δεν ήταν εκείνη η κόκκινη και μαύρη θύελλα φρένητας που έβλεπαν οι περισσότεροι, αλλά είδα το δάκρυ που έπεφτε από το μοναδικό ζωντανό σου μάτι. Μητέρα όμως κι εσύ, ακόμη και με την ολάνοιχτη αγκαλιά σου στην οποία μπορούσες να χωρέσεις κάθε δημιούργημά σου, ακόμα κι εσύ μπορούσες να γίνεις κόκκινη κι άγρια σαν λέαινα στη μάχη ή που μόλις έχασε τα μικρά της…Σας ζητώ…σας παρακαλώ να βρω το κουράγιο να προχωρήσω μπρος, να τον αντιμετωπίσω με ότι κι αν συνεπάγεται. Κι ας ένας από τους δυο μας πεθαίνει. Νιώθω πως η ψυχή μου δεν θα ησυχάσει αν δεν αναβλύσει το αίμα ζεστό…Πάντα θα κραυγάζει απεγνωσμένα στις ερημιές…»
«Ζίγκφριντ Ζίγκμουντσον!» τον φώναξε ξανά ώστε να ανακτήσει παράλληλα την αυτοκυριαρχία της. «Δεν περνάς Ζίγκφριντ, γιε του Ζίγκμουντ! Δεν περνάς αν δεν πληρώσεις!»
Ο Ζίγκφριντ κίνησε το κεφάλι του και την κοίταξε με έκπληξη. Όχι επειδή ερχόταν κατευθείαν προς το μέρος του, το περίμενε ήδη αυτό, εδώ και κάμποσο καιρό για την ακρίβεια. Ήταν τα λόγια της…Του έφερναν θύμησες και τον έκαναν να αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Πως το αλλοτινό παιχνίδι των παιδικών τους χρόνων έγινε προάγγελος του θανάτου τους; Τουλάχιστον για έναν από τους δύο;
«Έτσι νομίζεις Μπρουναχίλντ, κόρη του Όντιν;» της έδωσε την ίδια απάντηση που έδινε και κάποτε στο παιχνίδι τους. «Να ‘μαι εδώ, εμένα δεν ήθελες; Να ‘μαι έτοιμος».
Έσφιξε το Γκραμ, το σπαθί της μοίρας με τα δυο του χέρια. Τώρα θα το αποκαλούσε σπαθί της μοίρας, του πεπρωμένου. Γιατί όλα έδειχναν πως οδηγούσαν σ’ αυτό, το πεπρωμένο του. Αλλά περίμενε…περίμενε να κάνει εκείνη την πρώτη κίνηση. Για κάποιο λόγο δεν θα άντεχε να ήταν αυτός που άρχισε τη μάχη, εξάλλου ήταν εκείνη που την αποζητούσε. Εκείνος απλά την είχε φέρει σε εκείνο το σημείο. Αν και μετάνιωνε σφοδρά τώρα για αυτό. Αν μπορούσε να γυρίσει πίσω... Αν μπορούσε να είχε καταλάβει νωρίτερα… Αν μπορούσε να δει τον εαυτό του πέρα από έναν ήρωα πολεμιστή. Αν μπορούσε να προσεγγίσει τα ίδια πράγματα ή γεγονότα με τη βαθιά πίστη και ευγνωμοσύνη ενός μάγου…Ήταν όμως αργά πια…
Γιατί όμως καθυστερούσε εκείνη; Την έβλεπε ήδη έτοιμη, πολεμίστρια. Καθυστερώντας έκανε απλά την αναμονή χειρότερη…Γιατί εκείνος ήταν έτοιμος, παραδομένος πια στη μοίρα του. Έτοιμος για ότι προκύψει…
Εκείνη όμως είχε μάθει τόσα πολλά και γρήγορα και κουβαλούσε ήδη πολλές γνώσεις η ψυχή της. Τόσο που δεν άντεχε άλλο. Τις είχε παραδώσει. Την έκαναν να ξεχάσει τη χαρά της πίστης. Το μόνο που της έμεινε ήταν το κουράγιο και η αποφασιστικότητα ενός πολεμιστή.
«Άντε Μπρουναχίλντ» ψιθύρισε αλλά όχι τόσο δυνατά ώστε να τον ακούσει. «Άντε, τι περιμένεις; Σκότωσέ με. Να ησυχάσουμε επιτέλους και οι δυο».
Απ’ την άλλη πλευρά όμως ο ιδρώτας ήδη διέγραφε ελαφρά το πέρασμά του από τον κρόταφό της Μπρουναχίλντ. Τον ένιωσε και κατάλαβε πως φοβόταν…όχι να τον πολεμήσει, αυτό ήταν το πιο εύκολο. Αλλά να υψώσει χέρι εναντίον του. Γιατί όμως να δειλιάσει τώρα, τώρα που έπρεπε να τα δώσει όλα; Γιατί να αρχίζει να σκέφτεται πράγματα που ήταν από καιρό ξεχασμένα;»
«Ω Μητέρα, ω Θεά, το ξέρω πως δεν σου ζητάω συνήθως, αλλά βοήθησέ με τούτη τη στιγμή! Πρώτη φορά δεν ξέρω τι να κάνω! Ω Θεά, το ξέρω πως έχω αφήσει εδώ και πολύ καιρό την ενόραση, αλλά δείξε μου σε παρακαλώ τι πρέπει να κάνω! Δεν έχω τίποτα πια, δεν έχω καμιά απολύτως ένδειξη! Ούτε τι προστάζει η απελπισμένη καρδιά μου δεν ξέρω! Η μισή είναι βουτηγμένη στο μίσος και διψάει για την ανακούφιση που θα φέρει το αίμα, η άλλη όμως θυμάται ακόμη το κοινό μας παρελθόν…»
«Άντε κι εσύ, ύψωσε τη λάμα του σπαθιού σου, του πεπρωμένου σου Ζίγκφριντ! Κάνε την κίνησή σου επιτέλους για να βρω τον εαυτό μου! Έλα, δείξε μου το αληθινό σου προσωπείο, αυτό που ανακάλυψα πριν λίγες μέρες και με έκανε να καταλάβω από πού πηγάζει όλο μου το μίσος! Κούνησέ την επιτέλους τούτη τη λάμα! Άντε και την έχεις τρίψει τόσο πολύ λες και την έχεις φέρει για να αστράφτει σήμερα. Είχες σκοπό να με τυφλώσεις ή να πας με όλη τη λαμπερή σου δόξα στο θάνατο;»
Δεν ξέφυγε από το αεικίνητο μάτι του Ζίγκφριντ ότι το φως που αντανακλούσε πάνω της από τη λάμα την έκανε να τραβήξει το βλέμμα και να αρχίζει να υποχωρεί λίγο. Ίσως αν την ακινητοποιούσε τελικά να μην ήθελε να τον εκδικηθεί πια. Γιατί σίγουρα ο ίδιος δεν ήθελε καθόλου μα καθόλου να την σκοτώσει. Σήκωσε λοιπόν πιο ψηλά το σπαθί του με τη λάμα του στραμμένη προς το ίδιο σημείο, αργά αργά προσέχοντας να μην κάνει καμιά απότομη κίνηση ή κάτι που να έδειχνε σαν κίνηση επίθεσης.
«Τελικά αυτή η λάμα είναι πολύ δυνατή, το φως κρύβει πολύ δύναμη», οι σκέψεις συνέχιζαν να κατακλύζουν την Μπρουνχίλδη, «το ίδιο δυνατή σαν…σαν τον πύρινο κύκλο ολόγυρα μου, που φώτιζε τα πάντα λες και ήταν η μέρα νύχτα και τίποτα δεν άφηνε να πλησιάζει. Κι ήμουν μόνη εκεί, μόνη να περάσει η φωτιά χωρίς να με αγγίξει ή να πεθάνω καιγόμενη στον ύπνο μου. Ολομόναχη και αδύναμη να αντιμετωπίσω οτιδήποτε ερχόταν. Σάμπως εδώ, σ’ αυτή τη πεδιάδα, τούτη τη μέρα, δείχνει να υπάρχει άλλος κανείς; Άλλος κανείς πέρα από μένα και τον Ζίγκφριντ
Φωτιά και λαύρα, αποκαΐδια και θάνατος, αιώνιος ύπνος…Κι εκείνη κοιμόταν…τον ύπνο του απέθαντου. Να μη ξέρει αν ήταν ζωντανή να μπορούσε να κινηθεί, να μη ξέρει αν ήταν νεκρή να ελευθερωνόταν επιτέλους από τα δεσμά της…Να νιώθει ταυτόχρονα τόσο κουρασμένη, τόσο ναρκωμένη, αλλά και πάλι να μη μπορούσε να έχει τη ξεκούραση που ο απλός ύπνος μπορούσε να φέρει…Τίποτα να μην έδειχνε ότι μπορούσε να τη γλυτώσει από το μαρτύριο που την πύκνωνε όλο και πιο πολύ τρεφόμενο από την ίδια την αγωνία της ψυχής της.

Και ξαφνικά κάτι να τη διαταράζει, να διαταράζει τη φλεγόμενη ησυχία της και την αιώνια πάλη που γινόταν μέσα της. Ένα ποδοβολητό αλόγου από μακριά, ένα ταχύ κοντύτερο περπάτημα, ένα πήδημα, ένας άνδρας να την κοιτάζει, να τον βλέπει κι εκείνη παγιδευμένη από κάποια άλλη διάσταση κι ας το σώμα της που ήταν δεμένο εκεί είχε κλειστά τα μάτια του. Να την πλησιάζει…να νιώθει την ανάσα του εξίσου καυτή πάνω της…Να βγάζει την ελαφριά περικεφαλαία του και να ανακατεύει τα μαλλιά του με ανησυχία…Να ψιθυρίζει το όνομά της όπως πάντοτε την ήξερε…Μπρουναχίλντ!»
Ω! Η Θεά μόλις της έδωσε το σημάδι που τόσο αποζητούσε!! Την ίδια στιγμή που είχε ανυψώσει επιτέλους το σπαθί της! Όλο αυτό το διάστημα δεν έβλεπε μπροστά της, κοιτούσε αλλού! Ω να πάρει! Δεν μπορούσε να τον σκοτώσει η ίδια! Όχι εφόσον ήταν αυτός που την ελευθέρωσε τελικά από τον καταραμένο πύρινο κύκλο-φυλακή της! Δεν ήταν τα γαλανά μάτια του Γκούντερ τα πρώτα που αντίκρισε, αλλά τα γκρίζα σαν λύκου μάτια του Ζίγκφριντ!
«Να πάρει και να σηκώσει ο Όντιν!» φώναξε και έβρισε κατεβάζοντας το σπαθί της. «Να σε πάρει Ζίγκφριντ!» συνέχισε βλέποντας πως κι αυτός κατέβαζε με έκπληξη αλλά και με κάποια κρυφή λαχτάρα και το δικό του σπαθί. «Εσύ ήσουν! Εσύ ήσουν που μπήκες στη φωτιά και με ξύπνησες! Με απελευθέρωσες! Αλλά δεν με ξύπνησες για πολύ! Με άφησες απλά έγκυο και έφυγες! Κι έστειλες άλλον να με βγάλει από κει. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί; Ήσουν ήδη παντρεμένος; Και γιατί δεν μου είπες τίποτα; Και γιατί μου έβαλες στο μπράτσο αυτό το καταραμένο δαχτυλίδι σαν μοναδική απόδειξη της ύπαρξής σου και αργότερα πάλι με δόλο το πήρες πίσω;»

«Γιατί ήταν η μόνη στιγμή που ένιωσα εκείνο τον παράλογο φόβο» της φώναξε σαν να ήθελε κι αυτός να βγάλει από μέσα του όσα κρατούσε τόσο καιρό. «Μπήκα στη φωτιά γιατί δε φοβόμουν, γιατί ήθελα να σώσω τη γυναίκα που άκουσα ότι ήταν παγιδευμένη στο κέντρο της. Γιατί ήθελα να εκτελέσω κι αυτόν τον άθλο, να γίνω ο ήρωας που είμαι! Γιατί ήθελα να καταφέρω να σε σώσω, να ξεπλύνω το αίμα του δράκου από πάνω μου....»

 «Δεν ήξερα καν αν ήσουν ζωντανή ή νεκρή, παρόλα αυτά το έκανα. Κι όταν σε άγγιξα, όταν αναγνώρισα ποια ήσουν, ναι εκεί τρόμαξα! Κι αφού σε απελευθέρωσα και βεβαιώθηκα ότι ήσουν ζωντανή, σε άφησα ασφαλή στη σπηλιά και…έφυγα. Έφυγα στην ουσία για να σε ξεχάσω. Έκανα όμως κι άλλο λάθος, δεν δίνουν σε κάποια που ελπίζουν να ξεχάσουν το δαχτυλίδι τους, ότι είχαν πάνω τους, σαν απόδειξη της ανάμνησής τους. Περίμενα πως θα μπορούσα να ξεπληρώσω το φονικό που έκανα παλιότερα αν μπορούσα να σε σώσω, αλλά τόσο μεγάλη ανταμοιβή αλήθεια δεν περίμενα. Βρήκα το άλλο μου μισό…όπως μου αποκαλέστηκες τότε Ζιγκντρίφα…μου έφερες τη νίκη. Σε πρόδωσα όμως, ναι το ξέρω…και μαζί με σένα πρόδωσα και τη ψυχή μου…»
Η Μπρουνχίλδη κατέβασε ακόμα περισσότερο το ξίφος της αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει άλλο. «Φύγε Ζίγκφριντ, φύγε! Σου τη χαρίζω…πάλι διότι εσύ ήσουν αυτός που με ξύπνησε αλλιώς θα ήμουν παγιδευμένη…ποιος ξέρει για πόσο καιρό! Αλλά…αλλά γιατί στο όνομα της μοίρας δε μου είπες κάτι πρωτύτερα;»
«Θα με πίστευες;» τη ρώτησε με μια αμυδρή ελπίδα ο Ζίγκφριντ.
«Φύγε! Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, που με αφύπνισες εσύ ή να κοιμόμουν ακόμη; Κι όλον αυτόν τον καιρό με κοροϊδεύατε, εσύ και η Γκουντρούν, ακόμη και ο Γκούντερ, πίσω από την πλάτη μου! Κι ήμουν τόσο μπερδεμένη κι ανύποπτη. Φύγε από δω, καλύτερα να μη σε ξαναδώ γιατί την επόμενη φορά θα είμαι ανελέητη!» Έστριψε τελείως το κεφάλι της από την άλλη ώστε να μην τον αντικρίζει.
«Τι; Είσαι τρελή; Τόσο καιρό αποζητούσες εκδίκηση και τώρα θα τον αφήσεις απλά να φύγει;» άκουσε τον Χαγκάνο να της φωνάζει, θυμόμενη τελικά πως κι αυτός, αν και βρισκόταν μακρύτερα, ήταν μέτοχος της σκηνής.
«Ναι Χαγκάνο, τα όποια σχέδια κάναμε, ματαιώνονται. Αυτή είναι η τελική μου απόφαση. Μάζεψε κι εσύ το όπλο σου κι ας πάει κι αυτός στη γυναικούλα του που τόσο τον περιμένει. Το ξέρω πως θα σου άρεσε η ιδέα να βασίλευες εσύ στο πλευρό της, στη θέση του Ζίγκφριντ, αλλά αυτό δεν θα γίνει και η Γκουντρούν δεν πρόκειται να αγαπήσει εσένα όσο τον Ζίγκφριντ…Άδικος κόπος αγαπημένε μου αδερφέ!» του αποκρίθηκε.
«Παρά τα τόσα κι αυτά που ειπώθηκαν τώρα, ξέρω όμως κι εγώ ότι δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλην με την ίδια ένταση που αγάπησα εσένα Μπρουναχίλντ!» της φώναξε ευθύς ο Ζίγκφριντ σε μια ύστατη προσπάθεια να σταματήσει να τον διώχνει και να γυρίσει να τον κοιτάξει, παρά την οργή του Χαγκάνο που ακόμα τους παρακολουθούσε. Είχε καταλάβει πια πως ήταν η τελευταία του ευκαιρία να αποκαταστήσει όσα έπρεπε να είχε ήδη κάνει.
Όμως, αν και γύρισε τελικά προς το μέρος του, του είπε: «Δεν νομίζω Ζίγκφριντ, όχι μετά όπως έγιναν έτσι τα πράγματα. Όχι μετά από τόσο καιρό που ήμουν η γυναίκα του κουνιάδου σου! Όχι! Έχω καλύτερα σχέδια να κάνω! Εξάλλου, αν κάποτε ήμουν ερωτευμένη…ήμουν ερωτευμένη με αυτόν που ήρθε και με έβγαλε από τη φωτιά, δεν είμαι πια! Έχω εξαντληθεί και η ψυχή έχει μου αδειάσει. Με περιμένει μόνο να βρω την αληθινή μου πατρίδα, που δεν ξέρω ποια είναι. Μήτε στους Ούνους, μήτε στους Βουργούνδους, μήτε στους Μαρκομάννιους όπου είναι η αδερφή μου, αλλά ούτε στη φυλή της μητέρας μου ή στις Βαλ Κύρη! Πρέπει να βρω ποια είναι η αληθινή μου πατρίδα…και για αυτό να φύγω…ξανά.»
Κίνησε και έπιασε τη χαίτη της φοράδας της σηκώνοντας το πόδι της για να καβαλικέψει αυτήν που ήταν τελικά η μόνη που έμεινε πιστή σε κείνη όλον αυτόν τον καιρό. Έκανε και νόημα στον Χαγκάνο να κινηθεί κι αυτός πιο πέρα. Είχε αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα κοντά και δεν της άρεσε.
«Μπρουναχίλντ!» ακούστηκε ξανά η ίδια φωνή επιμένοντας να μην την αφήσει τόσο εύκολα κι ας ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο. «Μπρουναχίλντ, φύγε αν χρειαστείς, θα το καταλάβω καλά. Αλλά πες μου, πες μου ότι δεν ένιωθες ποτέ κάτι για μένα! Ακούγομαι παράλογος ακόμα και τώρα. Έψαχνα όλη μου τη ζωή την οικογένειά μου και η μόνη αληθινή οικογένεια που ήξερα ήταν μπροστά μου. Πες μου ότι δεν ήταν τα αισθήματά σου που σε απέτρεψαν από το να με σκοτώσεις! Γιατί εκείνη τη στιγμή, πίστεψέ με, πραγματικά το ήθελα…»
Αντί για απάντηση η Μπρουνχίλδη γύρισε και τον κοίταξε, αργά αλλά σταθερά. Ο Ζίγκφριντ παρέμενε το ίδιο πεισματάρικο αγόρι, το ίδιο άφοβο και θαρραλέο πλάσμα που δεν έλεγε να χάσει την αθωότητα ενός αιώνιου παιδιού κι ας ήταν κατάκοπος από τις ευθύνες και τη σοβαρότητα ενός ενήλικα.
«Ήδη απαρνήθηκα την εκδίκηση μου, μην κατακρατάς τη γενναιοδωρία μου για κάτι για το οποίο εσύ ο ίδιος ξέρεις καλά ότι δε μπορώ να μιλήσω εύκολα Ζίγκφριντ Ζίγκουρντ.»
«Απαρνήθηκες κι εμένα;» επέμεινε. «Μετά από όλα όσα έχουμε περάσει…δεν βαρέθηκες άλλο πια; Αυτήν την κατάσταση…το μίσος, τον δόλο, την απάτη…»
Η Γκράνι είχε ήδη χαμηλώσει για να τη βοηθήσει να ανέβει. Ο Χαγκάνο είχε απομακρυνθεί μετά την προτροπή της και δεν τους άκουγε πια από εκεί που βρισκόταν, αλλά ήταν φανερό πως δεν του άρεσε που κρατούσαν ακόμη τη συζήτηση. Κι εκείνη ένιωθε…ναι πως ήταν καιρός πια να ξεκαθαριστούν τα πράγματα!
Κατέβασε το πόδι της που είχε μείνει μετέωρο. «Ας πούμε και μιαν αλήθεια! Σε είχα απαρνηθεί ήδη όταν με άφησες πάλι ναρκωμένη, μη ξέροντας τι ακριβώς μου είχε συμβεί, αν είχα ελευθερωθεί ή όχι. Τι στο καλό σκεφτόσουν; Και γιατί επιμένεις τώρα, μην πάρει η Χέλα; Ζίγκφριντ Ζίγκουρντ ως τώρα έδειχνες πως η Γκουντρούν, να την αποκαλέσω επίσημα Γκριμχίλδη η νεότερη, ήταν η σύζυγος που πάντοτε ήθελες και η Βουργουνδία η οικογένεια που επιτέλους μπορούσες να βρεις και να ανήκεις.»
«Μπήκα στον πύρινο κύκλο σκεφτόμενος πως η Γκουντρούν-Κριμχίλδη ήταν αυτή που περίμενα για σύζυγό μου. Αυτό όμως άλλαξε σε μια στιγμή, κάτι τέτοιο δεν θα φανταζόμουν ποτέ μου πριν χρόνια. Άλλαξε όταν σε είδα και κοιμόσουν Μπρουναχίλντ, έστω κι αν ταλαιπωρημένη και παγιδευμένη, όταν αναγνώρισα την παλιά σύντροφο των παιδικών μου χρόνων να είχε μεταμορφωθεί σ’ αυτό το…θεσπέσιο και λαμπερό πλάσμα! Γιατί παρά τα όσα σου είχαν κάνει οι Βαλ Κύρη, εκείνη τη στιγμή αναγνώρισα το μεγαλείο της ψυχής σου. Έφυγα ελπίζοντας πως θα σε ξεχνούσα, πως θα καταλάβαινα πως δεν ήσουν εσύ ο σκοπός μου και θα γυρνούσα στη Γκουντρούν. Παντρεύτηκα τη Γκουντρούν με ενθουσιασμό για να μπω σε μια οικογένεια επιτέλους, σε μια αγέλη. Βεβαιώθηκα πως θα υπήρχε κι άλλος να σε πάρει από κει, να σε βγάλει από τη φυλακή σου! Θα σου έδινε ασφάλεια σαν μετριαζόταν τελικά η φωτιά. Κι έτσι ήμουν εγώ που έβαλα την ιδέα στον Γκούντερ, εγώ που τον βοήθησα να σε ελευθερώσει ξανά. Το μετάνιωσα όμως…με κάποιον τρόπο το μετάνιωσα μετά που σε έβλεπα τελικά να γίνεσαι η σύντροφος στο πλευρό του Γκούντερ και που είχα την ευκαιρία να σε ξαναγνωρίσω καλύτερα. Αλλά εσύ έδειχνες τόσο ερωτευμένη μαζί του και χαρούμενη στο πλάι του! Και δεν θυμόσουν τίποτα! Κι έκανες ωστόσο του κεφαλιού σου όπως πάντα! Ήμουν από τη μια ανακουφισμένος που ελευθερώθηκες, που κατάφερα να σου δώσω κάτι, ένα σπιτικό, μια σιγουριά έστω και μέσω ενός άλλου άνδρα. Απ’ την άλλη όμως μισούσα τον Γκούντερ που είχε κατά περίεργο για μένα τρόπο, το μυαλό και την καρδιά σου αν και δεν μπορούσε πραγματικά να σε καταλάβει…»
Ενώ έπρεπε να σταθεί και να τον αντιμετωπίσει με σκληρή λογική και μόνο, η Μπρουναχίλντ δεν μπορούσε να αποφύγει να νιώθει την καρδιά της να σφίγγεται. Ήταν σίγουρα δεινή πολεμίστρια, είχε αποδείξει τις ικανότητές της στις μάχες των Βαλ Κύρη και ήταν γυναίκα που δεν δίσταζε να βασίζεται στον εαυτό της, αλλά ήταν ταυτόχρονα και γυναίκα που ήθελε να ακολουθήσει αυτό που πραγματικά επιθυμούσε με τη δύναμη της ψυχής της. Και πάνω από όλα αναγνώριζε την αλήθεια. Σαν άντρας μπορούσε να δει τη ξεκάθαρη αλήθεια. Κι είχε δίκιο ο Ζίγκφριντ, όλα ήταν εναντίον τους…και πόσο καιρό ακόμη θα το ανεχόταν;
«Έχασα ήδη πολύ καιρό σ’ αυτόν τον τόπο Ζίγκφριντ, θα ήθελα να βρω ποιος είναι ο αληθινός τόπος για μένα, να μαζέψω όσες Βαλ Κύρη έχουν απομείνει και να αποκαταστήσουμε το όνομά μας…και φυσικά να ξαναδώ την κόρη μου…την κόρη μας… Ξέρεις την αποκαλούν Άσλιουντ, ‘θεϊκή’. Γι’ αυτό αν με αγαπάς όσο λες, άσε με να φύγω!»  Άφησε το άλογο και πλησίασε κοντά του, όχι πια σαν αντίπαλος, αλλά σαν φίλη, σαν μια αγαπημένη από τα παλιά. Τον κοίταξε στα μάτια. «Που ξέρεις, όταν τελικά βρεις αυτό που θέλεις, όταν τελικά εδραιώσεις την ασφάλεια στη ψυχή σου και όταν τα πράγματα καταφέρουν να γίνουν καλύτερα, μπορεί να νιώσεις κάποια νοσταλγία…να βρεις τον τόπο σου…να δεις την κόρη σου…»
Της έφυγε ένα χαμόγελο εκείνη τη στιγμή και πρόσεξε ότι κι εκείνος ετοιμαζόταν να κάνει την κίνησή του. Ωστόσο σταμάτησε τον εαυτό του, έστω και με το ζόρι. Είδε τους μυες του να σφίγγονται. Τι ήθελε; Να την ξανασφίξει στην αγκαλιά του;
Κατάλαβε πως κι εκείνη το ήθελε πολύ. Ολόκληρη η ψυχή της το αναζητούσε. Αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να κάνει καμιά κίνηση προς το μέρος του. Ήταν ακόμη μουδιασμένη. Έπρεπε να καταλάβει ότι δεν απέκλειε καμιά ελπίδα εντέλει, αλλά ήθελε πολύ χρόνο…πολύ και για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της.
Τελικά τον είδε να κοιτάζει το χρυσό δαχτυλίδι που χωρούσε μόνο στον καρπό του, για το οποίο ειπώθηκαν με τον καιρό τόσες και τόσες ιστορίες…αλλά και τόσες στενοχώριες. Ο θησαυρός του Ανδβάρι, ο θησαυρός στη κρήνη της Θεάς, που άρπαξαν με απάτη οι άνθρωποι, με βία ο δράκος, με άγνοια ο ήρωας…το έδωσε στις δυο γυναίκες που αγαπούσε και τελικά το ξαναπήρε φορτωμένος με όλα τα βάρη που τούτο έσερνε ακόμα από πίσω του…
«Κάποτε σου έδωσα αυτό το δαχτυλίδι», της είπε, «για να δείξω με κάποιον τρόπο την πίστη μου σε σένα. Σου το πήρα πίσω έστω και με όχι τόσο καλό τρόπο γιατί πίστευα πως δεν είχε και νόημα πια…Τώρα θέλω να το ξαναπάρεις…»
«Όχι Ζίγκφριντ» τον έκοψε, «μη μου δώσεις ξανά αυτό το…καταραμένο δαχτυλίδι.» Γέλασε αλλά ειρωνικά. «Για να μου αποδείξεις την πίστη σου μου έδωσες αυτό το δαχτυλίδι που λέγεται ότι δίνει δύναμη τελικά σε όποιον έχει απαρνηθεί την αγάπη; Μα τι στη Γνώση και στη Μνήμη, στον Χούγκιν και στον Μούνιν, σκεφτόσουν Ζίγκφριντ; Ότι θα απαρνιόμουν στο τέλος την αγάπη μου για σένα; Όχι, τα αισθήματά μου μπορώ να τα νιώσω αγνά τώρα και αν συνεχίσω έτσι θα μπορέσω να βρω τη γαλήνη μου. Από σένα εξαρτάται. Αν θα ακολουθήσεις αυτό που προστάζει ο ηρωισμός σου ή αυτό που σου προτείνει δειλά η καρδιά σου; Τι από τα δύο σε κάνει πιο μεγάλο ήρωα;»
«Πάρ’ το το καταραμένο Μπρουνχίλδη!» ακούστηκε αγριεμένη η φωνή του Χαγκάνο που κάλπαζε με φόρα τώρα προς το μέρος τους. «Πάρ’ το αφού τελικά μόνο αυτό έμεινε! Έδωσα όρκο να σας προστατέψω, δεν με φωνάζουν άδικα Χάγκεν – ‘ο προστάτης’. Κι αυτόν εδώ τον φοβούνται, έχει γίνει επικίνδυνος, το ξέρεις καλά! Σε έχει προδώσει, το είπες η ίδια και παρόλα αυτά τον αφήνεις ελεύθερο; Παρόλο που ζήτησες τη βοήθειά μου! Παρόλο που σε μένα βασίζονται και ο Γκούντοχαρ και τα άλλα αδέρφια; Χωρίς καν να τον αφήσεις να δώσει κάτι σαν εγγύηση; Το ξέρεις πως αυτό το απλό κόσμημα κρύβει μεγάλη δύναμη, με τη σωστή χρήση θα μπορούσε να μας προστατέψει! Κι εσύ τελικά τον αφήνεις ατιμώρητο αλλά και ικανό να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά του. Ποιος είναι ο ρόλος μου τελικά εδώ; Ζήτησες ή όχι τη βοήθειά μου;»
«Ναι στη ζήτησα, με βρήκες σε μεγάλη κρίση όπως ήσουν κι εσύ. Ήσουν και ο μοναδικός που δεν έδωσες όρκο αδελφότητας μαζί του. Με όλους δέθηκες με αδερφικό δεσμό εκτός από κείνον, αν και ξέρεις, μοιάζεις περισσότερο με κείνον παρά με τους άλλους. Γιατί μοιάζεις περισσότερο και με μένα. Είσαι απόκληρος όπως κι εμείς, αν και προσπάθησες σκληρά Χαγκάνο για το αντίθετο. Δεν αποκαλούν καν το όνομα του πατέρα σου, σε φωνάζουν Χαγκάνο του Ντρόνγκεν από τον τόπο που σε είδαν να έρχεσαι. Γιατί τους προστατεύεις λοιπόν; Εσύ και ο Ζίγκφριντ ψάχνατε το καταφύγιο στη Βουργουνδία, αλλά φαίνεται πως τελικά η χώρα δεν σας χωράει… Γι’ αυτό άσε όλα να τραβήξουν το δρόμο τους. Στο ζητώ και στο απαιτώ!»
«Μπορεί να πιστεύεις πως έχεις το όπλο της μοίρας στα χέρια σου» συνέχισε δείχνοντας την καλοκαμωμένη λόγχη που έσφιγγε εντονότερα στα χέρια του, «αλλά έχεις ζήσει τη διδασκαλία της μητέρας μας. Είμαστε οι ακόλουθοι αλλά και οι διαλεκτές της μοίρας μας».
«Ωστόσο γιατί νιώθω πως δεν ήμουν μόνο εγώ που βαστάω τη λόγχη» σκέφτηκε ο Χαγκάνο νιώθοντας έντονα επίσης εκείνη τη πονεμένα σοφή παρουσία ενός γέρου πατέρα κοντά του. Όπως μάλλον ήταν κι ο δικός του πατέρας κάποτε. «Γιατί εσύ επιλέγεις το μονοπάτι σου» ήρθε η απάντηση, «αλλά το χέρι μου είναι που θα κρατήσει τη λόγχη που μπορεί να σκοτώσει τα παιδιά μου».
«Χαγκάνο Ράγκανσον» ακούστηκε ξανά η φωνή της Μπρουνχίλδη αποκαλώντας τον αυτή τη φορά με το όνομα του πατέρα του. «Υποχώρησε. Είστε και οι δυο σαν αδέρφια μου, αλλά τον Ζίγκφριντ τον ένιωθα περισσότερο αδερφό μου παρά εσένα…»
Η Γκράνι της έκανε νόημα εκείνη τη στιγμή τραβώντας τα γκέμια που ήδη η Μπρουναχίλντ τα κρατούσε στα χέρια της κι έτσι ετοιμάστηκε ξανά να καβαλικέψει τη φοράδα. Ούτως ή άλλως ο Ζίγκφριντ μετά από όσα είπε στον Χαγκάνο κίνησε κι αυτός προς το δικό του άτι. Ήξερε με σιγουριά πως γυρνώντας θα έβλεπε ότι είχαν καβαλικέψει και οι δύο τα άλογα τους κι αυτός θα την κοιτούσε ακόμα. Αλλά το βλέμμα του θα ήταν αλλιώτικο, πιο ήρεμο, γεμάτο αγάπη…όπως και το δικό της! Λες να είχαν να καταφέρει να ξεπεράσουν επιτέλους τον πόνο τους; Και όχι μόνο…
Αλίμονο! Αντί γι’ αυτό άκουσε έντρομη ένα ουρλιαχτό πόνου να βγαίνει από τα χείλη του που σκοτείνιασε τα πάντα γύρω της! Και γύρισε γρηγορότερα το κεφάλι της από όσο περίμενε, όσο κι αν την τρόμαζε να δει αυτό που ήδη φοβόταν και πρωτύτερα! Ο Χαγκάνο, κατάκοπος μέσα από τη μοιραία αποφασιστικότητά του, είχε ήδη καρφώσει τη λόγχη στην άνω άκρη της σπονδυλικής στήλης, στο πίσω μέρος του λαιμού του Ζίγκφριντ. Ο Ζίγκφριντ είχε εμπιστοσύνη…και είχε την πλάτη του γυρισμένη γιατί ήθελε να την βλέπει ακόμα. Κι ο Χαγκάνο τον είχε πετύχει στο σημείο ακριβώς όπου μπορούσες να κάνεις ένα λύκο να σωριαστεί κάτω αβοήθητος και έρμαιο της δύναμής του.
«Όχι!!!» ούρλιαξε σαν τον είδε να πέφτει κάτω παραδίδοντας στη δύναμη που τον πίεζε με τη φόρα της λόγχινης αιχμής. «Όχι!»Έτρεξε αμέσως να τον τραβήξει πάνω της ενώ το αίμα του ξεχείλιζε στα ρούχα της, στη λάσπη και στο παχύ χορτάρι από κάτω τους. Τον κράτησε στην αγκαλιά της ενώ το κεφάλι του έγερνε προς τα πίσω κι από τα μάτια του έδειχνε να σβήνει η ανάσα του λύκου.
«Ζίγκφριντ, αγαπημένε μου! Μη φεύγεις! Συγκρατήσου! Όλα θα πάνε καλά, όλα μπορούν να πάνε καλύτερα!» προσπάθησε να τον σφίξει πάνω της χαϊδεύοντάς τα σκούρα μαλλιά του δίνοντας του όση δύναμη μπορούσε από μέσα της. «Μη με αφήνεις σε παρακαλώ ξανά Ζίγκφριντ! Δεν έλεγες πως αρκετά πια;»
Ύψωσε το κεφάλι της και αντίκρισε τον Χαγκάνο που παρέμεινε ακόμα ασάλευτος αν και δεν μπόρεσε να αποφύγει το μοναδικό του καταρρακωμένο μάτι. Γύρω τους είχαν αρχίσει να τρέχουν και να μαζεύονται τα άλλα αδέρφια του Γκούντερ, ο Γκούντορμ και ο Γκίσελχαρ καθώς και οι πιο πιστοί τους άνδρες. Είδε ότι δεν ήταν τυχαίο τελικά που διάλεξαν να πάρουν μόνο αυτούς τους άνδρες!
«Γιατί το έκανες τελικά αυτό; Θες να μην αφήσεις τίποτα να μείνει;» του φώναξε με οργή. «Καταραμένος να ‘σαι! Σε είχα προειδοποιήσει! Πλησιάζει κι εσένα ο θάνατός σου! Για σένα κι όλο το σόι σου!»
Η κοφτή βαριά ανάσα και το σφίξιμο του χεριού του Ζίγκφριντ πάνω στο μπράτσο της την επανέφεραν από το όραμα οργής και εκδίκησης στο να ελέγξει την κατάσταση του αγαπημένου της. Προσπάθησε να τον παρηγορήσει. «Μη Ζίγκφριντ, δεν ήταν δυνατό το χτύπημα, έχεις αντέξει και χειρότερα. Μη μιλάς, κράτα τις δυνάμεις για τον εαυτό σου. Θα σε πάρω από δω μαζί μου, δεν θα τολμήσουν άλλο, ούτε ο ίδιος ο Γκούντοχαρ. Θα σε κάνω καλά!»
Η ψυχή του όμως ήδη άρχιζε να χωρίζεται από το σώμα του και τα δυο κοράκια που παραμόνευαν εκεί κοντά πέταξαν με αλαλαγμούς διαγράφοντας απελπισμένους γύρους από πάνω τους. Μέσα από τα μάτια του που την κοιτούσαν ακόμη είδε να περνούνε όλες οι ζωές του, όχι μόνο τούτη η ζωή αλλά και όλες οι άλλες που πρωτύτερα είχε ζήσει. Μπορούσε να τον δει, μπορούσε να τον νιώσει! Μπορούσε να δει και τον εαυτό της στα μάτια του! Να δει κι όσα δεν είχε η ίδια κατανοήσει ως τώρα!
Τρεις ενσαρκώσεις είχαν περάσει σε παρόμοια κατάσταση κι αυτή ήταν η τρίτη! Αυτός έπρεπε να αποδείξει τον εαυτό του κι αυτή ήταν η Βαλκυρία σύντροφός του. Τελευταία φορά είχε έρθει με τη μορφή του αδερφού του Χέλγκι που είχε πεθάνει 4 καλοκαίρια πριν γεννηθεί ξανά κι αυτή είχε φτάσει σε μεγαλύτερες δυνάμεις ως η Βαλκυρία Σιγκρούνα. Κι ακόμη το μάθημα που έπρεπε να διδαχτούν φαίνεται πως δεν το έχουν πάρει. Και τώρα είχαν φτάσει στην τρίτη ενσάρκωση και ξανά τα ίδια. Πρέπει να επανασαρκωθούνε; Ως πότε; Ως πότε πια;
Παρά την αποκάλυψη αυτή που την τάραξε ακόμα περισσότερο ως τα βάθη της ψυχής της, το βλέμμα του γινόταν όλο και πιο ήρεμο. Κι από μακριά, ακόμα κι αν δεν είχε βραδιάσει εντελώς, ακούγονταν σαν μακρόσυρτα τα ουρλιαχτά των λύκων, διάσπαρτα λες και προέρχονταν από διαφορετικές αγέλες απλωμένες σε όλα τα σύνορα του ορίζοντα. Μπορούσε να δει πως δεν ήταν μόνο η ιδέα της ή ο πόνος της καθώς ένιωσε και τους άνδρες που παρακολουθούσαν τη σκηνή να τρομάζουν ακούγοντας τους ίδιους ακριβώς αλαλαγμούς.
Ο Ζίγκφριντ ωστόσο χαμογέλασε στο κάλεσμα τους και της ψιθύρισε: «Όχι Μπρουναχίλντ, όχι πια αγαπημένη μου. Πρέπει να αφεθώ, το ζητώ πια και φεύγω ευτυχισμένος εδώ στα χέρια σου. Μπρουναχίλντ το ίδιο ευτυχισμένος ήμουν όταν σε κρατούσα στα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες. Κουράστηκα να πολεμάω, έφερε και η μοίρα να με χτυπήσουν στο πιο αδύναμο σημείο μου. Οι μέρες μου σαν ήρωας ολοκληρώθηκαν.»
«Όχι Ζίγκφριντ, δεν μπορείς να μιλάς έτσι!» τον ικέτεψε. «Που είναι εκείνο το αγόρι που έτριβε το κεφάλι του στα γόνατα μου και με ρωτούσε: Τι είναι σημαντικό; Τι χρειάζεται κάποιος για να γίνει ήρωας; Μην το κάνεις! Μην τους κάνεις τη χάρη! Μη φεύγεις!» συνέχιζε να τον ταρακουνάει. «Ήμουν πεισματάρα και ξεροκέφαλη. Δεν είχα καταλάβει πως το μίσος που ένιωθα για σένα ήταν βαθύτερο, από το γεγονός ότι δεν σε ένιωθα κοντά μου όποτε σε χρειαζόμουν. Ήσουν το μόνο άτομο που με ήξερε καλύτερα, που ένιωθα πιο κοντά μου, που μπορούσε να με εξοργίσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Είσαι ο φίλος μου, ο εχθρός μου, ο σύντροφός μου… μη με αφήνεις… »
«Ζιγκντρίφα» την αποκάλεσε με το μυστικό της πολεμικό όνομα. «Μπρενχουάλντα» είπε στη συνέχεια, το όνομα της σαν αρχηγός των Βαλ Κύρη. «Πολεμίστρια ως το τέλος…Αγαπημένη μου χαίρομαι που τα θυμήθηκες όλα, περνάνε σαν σκιές μπρος από τα μάτια μου. Όλα αυτά που ζήσαμε...Ξέρω πάντοτε αναζητούσα περισσότερο από όλα την αλήθεια. Τη νίκη που έφερνε η αλήθεια. Δεν με ένοιαζαν οι ηρωικές πράξεις ή να μη νιώθω φόβο, αλλά η αλήθεια, ο λόγος που κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Πίσω από το χαμό των γονιών μου, του Ράγκαν που με μεγάλωσε σαν θετός πατέρας, πίσω από τη μίζερη μου ύπαρξη σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι ο Χαγκάνο με χτύπησε τελικά με τη λόγχη του Ράγκαν. Μη με διακόπτεις Μπρουναχίλντ, άσε με να μιλήσω όσο έχω ακόμα τις δυνάμεις μου, ξέρω ότι εσύ μπορείς να με καταλάβεις. Πίστευα ανέκαθεν ότι αν γινόμουν παράτολμος και δεν φοβόμουν να δράξω ή να ανακαλύπτω συνεχώς καινούρια πράγματα, θα έβρισκα το λόγο για αυτά, την αλήθεια τους. Ε, όταν τη βρήκα να κοιμάται σ’ αυτόν τον βράχο περιτριγυρισμένη από τον πύρινο κύκλο που όταν καν φοβήθηκα να διαπεράσω, ε τότε σαν μπορούσα να την αντικρύσω επιτέλους, φοβήθηκα! Τρόμαξα. Πρόδωσα τη ψυχή μου και δεν έκανα αυτό που κατά βάθος ήθελε. Και με αυτή πρόδωσα κι άλλους. Όταν έμαθα να αποδέχομαι και να ελέγχω τον φόβο μου, ήθελα να δοκιμάσω μήπως μπορούσα να σε ξανακερδίσω. Εσύ όμως είχες ξεχάσει. Είχες προσκολληθεί επίσης αλλού. Και στην προσπάθεια μου αυτή πρόδωσα κι άλλους που δέθηκαν μαζί μας. Και τους συγχωρώ και τώρα. Αυτό βαρέθηκα Μπρουναχίλντ, γι’ αυτό θέλω να κερδίσω μια άλλη ευκαιρία να τα ξανακάνω όλα από την αρχή, κι αν αυτή είναι η αρχή, γλυκύς ο θάνατός μου μέσα στην αγκαλιά σου. Πιστεύω θα ξαναβρεθούμε Μπρουναχίλντ, κι αυτή τη φορά θα μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα…και να ‘μαστε μαζί …»
Είχε αντέξει αρκετά πολύ για να τα εκμυστηρευτεί όλα αυτά και ο Χαγκάνο τον κοίταζε λες και ήταν έτοιμος να σηκωθεί ξανά και να τα βάλει μαζί του. Όμως εξέλαβε μόνο το γαλήνιο βλέμμα του Ζίγκφριντ. Κι η Μπρουναχίλντ που ακόμα έλπιζε πως θα μπορούσε να σηκωθεί είδε τα μάτια του να κλείνουν και το σφίξιμο των χεριών του να χαλαρώνει.
«Περίμενε Ζίγκφριντ! Που πας; Γιατί δεν μπορούμε να τελειώσουμε με τις ενσαρκώσεις; Σε καλεί κοντά του; Στην αίθουσά του με τους άλλους ήρωες; Στη Βαλχάλλα, στον τόπο που έφτιαξε ο ίδιος ο Όντιν; Πες μου!» τον ταρακούνησε ακόμα μια φορά δυνατά.
«Ζιγκντρίφα, μην κλαις. Θα κλάψεις όσο μπορείς μετά. Τώρα φίλησέ με όσο ήθελες ποτέ άλλοτε. Ναι έλα, μη στενοχωριέσαι, ησύχασε αγαπημένη μου. Μ’ αρέσει που βλέπω την αλήθεια…τη βλέπω επιτέλους. Βλέπω και τη Θεά…»
«Τη Θεά;» ανασηκώθηκε η Μπρουνχίλδη με έκπληξη ενώ απορούσε πως μπορούσαν να κυλούν τόσα δάκρυα και να είναι τόσο υγρά τα φιλιά τους. «Τη Μεγάλη Μητέρα;»
«Ναι τη Μητέρα όλων των Πάντων. Αυτή που νοιάζεται πάντα για τα παιδιά της. Δεν έχει φύγει ποτέ από κοντά μας. Κι ο Θεός πίσω με καλεί να ανέβω. Ναι μου δείχνει την κρυφή αλήθεια, μου δίνει την ευκαιρία…η Θεά με προστάζει να πάω κοντά της…κι έχει το πρόσωπό σου Μπρουναχίλντ…»
Τα μάτια του λύκου έσβησαν και το κεφάλι του έγειρε από το χαμένο βάρος προς κάτω. Από πάνω του το κοράκι ακόμα χτυπούσε τις φτερούγες του με άπειρη λύπη, σημαδεύοντας την είσοδό του στον άλλο κόσμο. Κι έβγαλε ένα σπαραγμό που όμοιο του δεν ακούστηκε, κάνοντας γνωστό σε όλη την πλάση τη μεγάλη αποχώρηση. Και κοίταξε με πόνο προς τα πάνω το χρυσό σχήμα λύκου που πήρε η ανάλαφρη ψυχή του που αναδυόταν, ψάχνοντας και η ίδια για τον τρόπο που θα μπορούσε να τον καθοδηγήσει, όπως είχε κάνει για τόσους και τόσους ήρωες πριν, όπως κάνει μια Επιλογέας.



Έμεινε για κάμποση ώρα σ’ αυτή τη θέση, βυθισμένη ή χαμένη σε άγνωστα μονοπάτια. Κι όταν επανήλθε, ακόμα πιο πολύ μουδιασμένη, άρχισε να δίνει και περισσότερη προσοχή προς τους παρευρισκόμενους και τα συμβάντα που έτρεχαν γύρω της.
Άκουσε τη φωνή του Γκούντορμ και των άλλων ανδρών που έλεγαν τρομαγμένοι για την ομίχλη με τη λυκίσια μορφή που φάνηκε πως είδαν. Την ακόμα πιο μελαγχολική φωνή του νεαρού Γκίσελχαρ να αναρωτιέται: «Τι κάναμε; Τι κάναμε τελικά; Από ανάγκη ή από απληστία;»
Από όλα όμως ήταν η χωρίς ψυχή φωνή του Χαγκάνο που είπε, λες και ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του, αυτό που την επανέφερε ακαριαία. «Τελικά μάλλον εγώ κέρδισα το βραβείο της μέρας για το καλύτερο και ευγενέστερο θήραμα του κυνηγιού…».
Αμέσως η γνώριμη οργισμένη μάνητα την κυρίευσε και την άφησε να το κάνει, ήταν προτιμότερη από το βαθύ πόνο της απώλειας που ένιωθε. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του με τραβηγμένα χαρακτηριστικά και μάτια που βλέπανε μέσα από ένα άλλο παραπέτασμα που δεν ήταν δικό της.
«Χαγκάνο Ράγκανσον! Έλα να με αντιμετωπίσεις τώρα! Ξέρεις τι έκανες; Κάτι μου λέει πως ξέρεις και δε ξέρεις!»
«Ναι ξέρω και δεν ξέρω» της απάντησε με την ίδια σταθερή χαμηλόφωνη φωνή. «Δεν υπήρχε γυρισμός.»
«Δεν άφησες κανένα γυρισμό! Για κανέναν από μας! Δεν έχω καταλάβει ακόμα καν για ποιον ή για τι ακριβώς το έκανες! Κατά πόσο όλα θα γίνουν τα ίδια ή καλύτερα για τον καθένα από μας; Τράβηξες το νήμα της μοίρας ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο! Ούτε η Σκούλντ, η Άτροπος Μοίρα να ήσουν! Ούτε καν τη μητέρα μου, την Έρντα της Γης, που σε μεγάλωσε μπορώ να σκεφτώ! Δεν άφησες τίποτα! Στο τέλος κανείς μας να μην πάρει και να βρει!»
Τον πλησίαζε όλο και περισσότερο και ο Χαγκάνο ήξερε, ακόμα και πριν δει την παραφροσύνη των Βαλ Κύρη να κυριεύει τα δακρυσμένα μάτια της, πως τον πλησίαζε με τη μορφή της Μέγαιρας-Θάνατος.
Έβγαλε σταθερά το σπαθί του καθώς ανακίνησε κι εκείνη το δικό της. Ότι ήταν ας γινόταν. Γύρω τους οι άντρες παρατάχθηκαν ξαφνιασμένοι πάλι για την έκβαση που πήρε η κατάσταση. «Τώρα πως θα το εξηγήσουμε αυτό στον Γκούντερ;» αναρωτήθηκε ο Γκούντορμ. «Μήπως πρέπει να τους σταματήσουμε;» ρώτησε ο Γκίσελχαρ. «Όλοι ξέραμε τι μπορούσε να γίνει σήμερα, αλλά…»
«Δεν μπορούμε», ξανάπε ο Γκούντορμ. «Ο Χαγκάνο προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τη Μπρουνχίλδη να πάρει την εκδίκησή της…και πήγαν όλα έτσι άσχημα…και είναι κάτι μεταξύ τους τώρα…» Αυτός και οι άντρες του κοιτούσαν, καθόλου χαρούμενοι με το συμβάν που επόταν μπρος στα μάτια τους, αλλά περίεργοι για το ποιος θα μπορούσε να βγει νικητής από αυτή τη μονομαχία. Η μικροκαμωμένη σε σχέση με τον Χαγκάνο αλλά μανιασμένη Ούνισσα των Βαλ Κύρη ή ο καλύτερος μετά τον Ζίγκφριντ μαχητής που είχε προετοιμαστεί για αυτό αλλά με άλλον στη θέση της ετεροθαλής αδερφής του;»
Ο Χαγκάνο άρχισε να παίρνει τη μάχη πιο σοβαρά τώρα και οι επιθέσεις και τα χτυπήματά του γίνονταν δυνατότερα. Η Μπρουνχίλδη τον τσιγκλούσε κι αυτή λες και ήθελε να τον προκαλέσει να βάλει όλη τη δύναμή του. «Άθλιε, προδότη!» τον αποκαλούσε. «Νομίζεις τώρα υπάρχει θέση στη Βουργουνδία για σένα; Να ανακτήσει ο μαχητής την πρωτιά του; Μπας και κερδίσει την κυρά της καρδιάς του; Θα σε θέλει τώρα που σκότωσες τον άντρα που αγαπούσε; Σε ήθελε αλήθεια ποτέ πριν χάσεις το καλό σου μάτι; Ή νομίζεις πως φέρνεις έτσι, με το μόνο μάτι, στον Όντιν ενώ είσαι απλά ένα ταπεινό υποχείριο;»
Το τελευταίο φάνηκε να ήταν αυτό που τον πείραξε περισσότερο. «Τρελή, μανιασμένη! Ήθελες την εκδίκησή σου! Σε άκουσα! Και είπα πως θα σε βοηθήσω! Όταν ούτε κι εσύ η ίδια ήξερες καν τι ήθελες! Ούτε ποιον άντρα από τους δύο προτιμούσες! Έβλεπες μόνο τη προδοσία που ανακάλυψες πως σου είχε συμβεί ενώ βεβήλωνες την κλίνη του άντρα σου με τον Ζίγκφριντ κι άφηνες τον Ζίγκφριντ για να γυρίσεις στον άντρα σου, πόρνη…!»
Παρά τα σκληρά του λόγια, οι ολοένα πιο αφηνιασμένες επιθέσεις του Χαγκάνο φαίνεται πως έφεραν το αποτέλεσμα που γύρευε η Μπρουναχίλντ. Σαν να βρήκε την τρέλα που επιθυμούσε, ο Χαγκάνο πήρε φόρα για να της επιτεθεί με όλο το βάρος του από πάνω της. Εκείνη όμως σαν είδε την ευκαιρία που μόλις παρουσιάστηκε και χρησιμοποιώντας τη λιγότερη μυϊκή μάζα της σαν πλεονέκτημα, γύρισε με μια γρήγορη στροφή και κατευθείαν σημάδεψε τον Χαγκάνο από τα πλάγια, ρίχνοντας προς τα πίσω το ξίφος της και πετυχαίνοντάς τον έτσι στα πλευρά του. Το μάτι του την κοίταξε με έκπληξη σαν να μην περίμενε μια τέτοια τακτική αλλά με παραίτηση σωριάστηκε κρατώντας τα ματωμένα πλευρά του. Οι σπασμωδικές κινήσεις του που διέγραψε το σώμα του έδωσαν γρήγορα τη θέση τους σε πιο ήρεμες λες και άφησε τον εαυτό του να ακολουθήσει το δρόμο του κάτω από την άγρυπνη αλλά υγρή ματιά της Βαλκυρίας Μπρουνχίλδη.
Και με αυτόν πέθανε ο τελευταίος από τη Φυλή της Γης που ήξερε πως είχε απομείνει σ’ αυτόν τον κόσμο. Οι απώλειες γίνονταν μεγαλύτερες και δεν θα σταματούσαν. Η Μπρουναχίλντ παρέμεινε ασάλευτη προσπαθώντας απλά να μη σωριαστεί κάτω γιατί αν το έκανε, δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να ξανασηκωθεί πια. Γύρω της οι άντρες κινούνταν βιαστικά κάνοντας ο καθένας ότι μπορούσε και κανείς δεν την άγγιζε, αλλά εκείνη ήταν μόνη της πια, ολομόναχη. Είχε δει τη λάμψη να βγαίνει από το στήθος του Χαγκάνο νωρίτερα. Κι αντί απλά να τον σημαδέψει με τη λόγχη της, τον βοήθησε με το ξίφος της να την ακολουθήσει. Έτσι πρέπει να ένιωθε ο Ζίγκφριντ, ο Δρακοεξολοθρευτής, όταν μετά αναγκάστηκε να σκοτώσει και τον Ραγκάνο της Γης, τον μόνο πατέρα που γνώριζε και που τον είχε αναθρέψει. Τον Ράγκαν, τον πατέρα του Χαγκάνο. Όλα μπλέκονται τέλεια. Και περιπλέκονται λες και κανείς δεν μπορούσε να τα ξεμπλέξει όσο ήταν ακόμα παγιδευμένος στον φαύλο κύκλο τους.
Ένιωθε τον εαυτό της ακόμη πιο βαρύ και για μια στιγμή σκέφτηκε να αφεθεί κι εκείνη επιτέλους. Ξάφνου ανάμεσα στις ανδρικές φωνές άκουσε και γυναικείες που φαίνονταν πως απευθύνονταν προς εκείνην. Η Φραγιάντις με τρεις ακόμα των Βαλ Κύρη έτρεχαν προς το μέρος της. Δεν την είχαν εγκαταλείψει εντελώς. Ένιωσε μια μικρή ευγνωμοσύνη που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή όταν ένιωθε πως κι ακόμα και οι Θεοί την είχαν εγκαταλείψει. Είχε και την κόρη της να σκεφτεί, μπόρεσε να βάλει αγάπη σ’ αυτήν τη σκέψη. Τη Φέρενιουγκ, τη μικρή ‘αιώνια φωτιά’. Όμως μεγάλωνε ήδη μακριά από κείνη και η Μπέρτριουντ, η αδερφή της, μια και που δεν είχε παιδιά, ήδη τη θεωρούσε κόρη της. Εκείνη ήταν που την αποκάλεσε Άσλιουντ λες και ήταν η μόνη ελπίδα που έδιναν οι Θεοί. Αλλά αυτό που έλπιζε περισσότερο η Μπρουναχίλντ ήταν να ζήσει η κόρη της πιο ελεύθερη κι από κείνη.
Όχι ο κύκλος δεν έκλεινε ακόμα. Κι ως πότε θα μεταφέρνανε τα αμαρτήματα στα παιδιά τους; Υπήρχε και ο Ζίγκμουντ, ο μικρός γιος του Ζίγκφριντ, αν και παιδαρέλι ακόμα. Ωστόσο ο Σβέναρ, ο έφηβος γιος του Χαγκάνο μάλλον δεν θα το άφηνε έτσι εύκολα, όπως δεν είχαν αφήσει εύκολα τον Ζίγκφριντ, όταν ήταν ακόμα παιδί ,οι εχθροί του πατέρα του. Κι ας μην είχε προλάβει να γνωρίσει τον πατέρα του. Κι η Γκουντρούν…θα ήθελε κι αυτή να πάρει την εκδίκησή της που τα αδέρφια της σκότωσαν τον σύζυγό της; Όχι το κουβάρι δεν ξεμπερδευόταν κι ο κύκλος δεν έλεγε να κλείσει. Κι αυτό ήταν που έκανε τους βάρδους να τραγουδάνε εις τους αιώνες των αιώνων, μην αφήνοντας να ξεχαστεί τίποτα, αλλά εκείνη ήταν κουρασμένη πια…πολύ κουρασμένη…
«Φραγιάντις», ψιθύρισε προς τη συντρόφισσα που την πλησίαζε να τη στηρίξει. «Φραγιάντις, “δότη της ελευθερίας”, δως μου την ελευθερία που επιτέλους αποζητώ…»

4 σχόλια:

anidifranco είπε...

Η γραφή σου είναι πολύ καλή και γεμάτη συναισθήματα. Δυσκολεύτηκα πολύ όμως να παρακολουθήσω την πλοκή, μια και δεν γνωρίζω το μύθο που έχεις διαλέξει να εξιστορήσεις και η σκηνή αυτή, δίχως την προ-ιστορία της, χάνει κάτι από τη δύναμη και τη συγκίνηση που ίσως να προκαλούσε στον αναγνώστη. Βέβαια, μέσα από τους διαλόγους κατάφερα να καταλάβω αρκετά, όμως θα ήθελα να διαβάσω παραπάνω πράγματα για την ιστορία των ηρώων σου.

Morgana (Ευρυνόμη) είπε...

Φίλη μου Αni ευχαριστώ για τις χρήσιμες συμβουλές σου! Ναι το ξέρω ότι χρειάζεται πολλά περισσότερα γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι δεν βρίσκεται ούτε καν στην αρχή ή στο τέλος, αλλά στο τέλος ενός κεφαλαίου.
Μακάρι να καταφέρω να τα γράψω και να τα εξηγήσω όλα από την αρχή κι ας χρειαστεί να γράψω πολυσέλιδο βιβλίο χεχε. Να 'σαι καλά πάντως και νιώθω ήδη να σε εκτιμώ :)

Ανώνυμος είπε...

Γράψε βιβλίο και δώστο να ανέβει για επιθεώρηση στην Πατησίων. Μπορεί να πιάσει, η βλακεία είναι λιμώδες νόσημα.
Μιλάμε για ζωον οριτζιναλ.
Η κολλητή σου η νεράιδα τι χαμπάρια;


Τα παιδιά απο Θεσσαλονίκη

Morgana (Ευρυνόμη) είπε...

Δεν ξέρω ποιος ή ποια είσαι ή με ποιον/ποια με συγχέεις (γιατί δεν κατάλαβα τι εννοείς ή τι σχέση έχω με αυτά που λες) αλλά το ότι μπήκες στον κόπο να αφήσεις ειρωνικό, προσβλητικό και ανορθόγραφο σχόλιο δείχνει την ποιότητά σου...