Η ιστορία τελειώνει αλλά ο κύκλος δεν κλείνει αν αυτό που πάρθηκε δεν γυρίσει από κει που ήρθε...
Ακολούθησε με όση δύναμη είχε απομείνει στο καταπονημένο σώμα της πάνω στο άλογό της. Πίσω της ένιωθε ακόμα το σώμα του αγαπημένου της, του Ζίγκφριντ, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί πως η ζωντάνια τον είχε εγκαταλείψει παρόλο που τον είχε αποθέσει σφιχτά πάνω της για να μην πέσει. Δεν μπορούσε καν να σκέφτεται πως η μόνη ζωντάνια που ένιωθε δεν ήταν καν από την ίδια, αλλά από τη Γκράνι η οποία ήταν σαν να προσπαθούσε με το ζωηρό βήμα της να την εμψυχώσει σε κάθε καλπασμό της. Πίσω της έρχονταν και η Φραγιάντις με τις τρεις άλλες Βαλ Κύρη, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ρέγκινλεϊφ, ενώ μπροστά της κάλπαζαν ο Γκούντορμ και ο Γκίσελχαρ με τους άνδρες τους και φυσικά τον Χαγκάνο, αποθεμένο κι αυτόν στη ράχη ενός άλλου αλόγου που μάταια προσπαθούσε το ζωντανό να βαδίσει ολοταχώς. Δεν είχαν πάει μακριά από το Μπορμπετομάγκους. Κι ακολουθούσαν το δρόμο του ρυακιού που οδηγούσε από τη λίμνη του δάσους στην περιτριγυρισμένη από πράσινους λόφους πεδιάδα του Μπορμπετομάγκους, του οχυρού του δράκου της γης.
Αλλά η ίδια δεν έβλεπε καν μπροστά της αν και τα μάτια της ήταν καρφωμένα συνεχώς στον ορίζοντα. Ποιος από όλους θα μπορούσε να βρει το θάρρος να εξιστορήσει τελικά τα καθεστώτα του κυνηγιού; Ποιος από όλους θα μπορούσε να πει πως η μονομαχία αλλιώς είχε ξεκινήσει κι αλλιώς είχε καταλήξει; Ποιος θα μπορούσε να πει την πραγματική αλήθεια; Όχι μόνο τα εξωτερικά γεγονότα αλλά και αυτά που συνέβησαν εντός και μέσα στο καθετί;
Ήταν όταν έφτασαν στην ανηφόρα που οδηγούσε κατευθείαν στις πύλες του οχυρού και οσμίστηκε με έκπληξη τον φρέσκο αέρα της ζωντανεμένης ανοιξιάτικης πλάσης ολόγυρά της που η Μπρουναχίλντ βγήκε πάλι με πόνο από το λήθαργό της. Άκουσε το σιγανό λυγμό του νεαρού Γκίσελχαρ και συνειδητοποίησε πως ούτε η ίδια ήξερε τι να πει. Πως κι από όλους που έρχονταν μαζί της, δεν ήξερε πια ποιος ήταν ο εχθρός και ποιος ο φίλος…
«Τι θα έλεγε η Έρντα αν έβλεπε πως σκότωσα τελικά τον Χαγκάνο που είχε η ίδια αναθρέψει; Τι θα έλεγε που δεν θα αντηχούσε ποια στα δάση το βούκινο του Ζίγκφριντ που πρόθυμα καλούσε τη μαγεία κοντά του;» Είχε ξεκινήσει με σκοπό να σκοτώσει τον ένα και σκότωσε τον άλλον, μην αποφεύγοντας όμως τη μοίρα τους. Η μοίρα…από πολύ νεαρή είχε μάθει πως το καλύτερο πράγμα για τον καθέναν δεν μπορούσαν να του το πουν άλλοι, παρά μόνο να το βρει μέσα του. Έπρεπε να μάθει να ακούει, ωστόσο αυτός ήταν ο πρωταρχικός λόγος που το ‘σκασε από την κυριαρχία του πατέρα της, από το σπιτικό που της πρόσφερε η αδερφή της, που παράκουσε τη διαταγή των Βαλ Κύρη χαρίζοντας τη ζωή στη μάχη, που ακολούθησε τη φύση της και πλάγιασε πρώτη φορά με τον Ζίγκφριντ όταν τα μόνα θηλυκά με τα οποία είχε ζήσει καιρό ήταν τα ζώα του δάσους… Ο λόγος που στενοχώρησε, που την τιμώρησαν, που έδεσε τη μοίρα της με ένα τρόπο που δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Κι όταν έπρεπε να ακούσει, να καταλάβει καλύτερα τα σημάδια, να ακούσει τι μπορούσαν να της πουν άλλοι, δεν το έκανε. Αν είχε καταλάβει από καιρό τι αισθανόταν πραγματικά ο Ζίγκφριντ για κείνη τόσα χρόνια θα άλλαζε τα πράγματα ή θα ένιωθε τον ίδιο φόβο;
«Αδελφή Μπρουνχίλδη…φτάνουμε! Μας είδαν και ανοίγουν τις πύλες». Η Ρέγκινλεϊφ ήρθε κοντά της και της μίλησε σιγανά λες και προσπαθούσε ήρεμα να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η Φραγιάντις ήταν η μόνη που έμεινε από την τρικόνα της με τη Γκέιραχοντ και η Ρέγκινλεϊφ ήταν η μόνη που προσπάθησε να τη βοηθήσει με τη γριά Σκούλντ όταν την είχαν δέσει στο βράχο. «Είσαι σίγουρη πως θέλεις να μπεις…μέσα; Πως θα αντέξεις να ακολουθήσεις την όποια διαδικασία; Μπορείς να φύγεις και τώρα μαζί μας αν θες.»
«Ναι!» είπε και η Φραγιάντις. «Έχουμε μαζέψει τις περισσότερες από τις Βαλ Κύρη. Έχω κι ένα μήνυμα για σένα από τη Γκέιραχοντ! Ήθελα να στο πω νωρίτερα αλλά γίνανε τόσα και δεν είσαι στη θέση που μπορεί να επιθυμούσες. Αλλά θα στο πω, η Γκέιραχοντ θέλει να ενωθούμε πάλι. Όλες! Θέλει να σε συγχωρέσει αν μπορείς να τη συγχωρέσεις κι εκείνη και μου ζήτησε να σου πω πως χρειάστηκε αρκετό καιρό για να ωριμάσει. Μπρουναχίλντ έχουμε μια ευκαιρία να ανακτήσουμε τη χαμένη δύναμή μας! Από τότε που μας άφησε η Σκούλντ, μόνο εσύ είσαι αυτή που μπορεί να μας ενώσει! Εσύ είσαι η Μπρενχουάλντα μας, δεν έπαψες ποτέ να είσαι! Και μόνο εσύ, περισσότερο από όλες, μεταφέρεις την παράδοση της Σκούλντ της οποίας ήσουν και η αγαπημένη μαθήτρια…»
«Αγαπημένη μου Φραγιάντις» την έκοψε η Μπρουναχίλντ βρίσκοντας λίγες από τις δυνάμεις της, «σε ευχαριστώ για το καλό σου μήνυμα, αλλά πρέπει να πάω εκεί!»
Κοίταξε ξανά προς την πόλη. «Ούτως ή άλλως όλα γκρεμίστηκαν και όλα αλλάζουν. Κι αυτά που νομίζουμε γερά, θα γκρεμιστούν κι αυτά. Άλλα θα έρθουν να πάρουν τη θέση τους, μέχρι να πέσουν κι αυτά. Και ξανά από την αρχή.»
«Έτσι έγινε και με τις Βαλ Κύρη, Φραγιάντις. Ποιος μπορεί να πει ότι είμαστε ή θα μπορέσουμε να ‘μαστε το ίδιο πάλι όπως πρώτα; Οι πιο πολλές έχουμε χαθεί, έχουν χαθεί και οι τρόποι μας και η παράδοσή μας…Σαν να περνάμε πια στη σφαίρα του μύθου. Εδώ οι χριστιανοί, ναι οι καινούριοι, φαίνεται να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Κι ακόμη κι αυτοί είναι μέρος του κύκλου. Οι φυλές μας κλέβουν όλο και περισσότερο από το έδαφός μας, από τις στέπες μας, μην μας αφήνοντας καν χώρο για την πορεία μας. Ακόμα και η φυλή μου, οι Ούννοι, διεισδύουν όλο και περισσότερο. Έχουν χαθεί και οι θαρραλέες νέες που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις παραδόσεις μας, οι ιέρειες που θα μπορούσαν να μας καθοδηγήσουν. Αισθάνομαι πια και πως η δουλειά μου έχει τελειώσει εδώ. Αν χρειαστεί ωστόσο και θελήσει η κόρη μου η Φέρενιουνγκ, τώρα την αποκαλούν Άσλιουντ, να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, πάρτε την και προστατέψτε την! Είναι συνδυασμός δικός μου και του Ζίγκφριντ και είναι δύσκολο να φανταστώ τι μπορεί να απογίνει αυτό το παιδί. Μου το υπόσχεστε να την προστατέψετε; Ειδικά αν θελήσουν η Μπέρτριουντ ή ο θείος μου να την παντρέψουν κι εκείνη δεν θελήσει…μην κάνει το ίδιο λάθος με μένα, δεν είναι ανάγκη. Που ξέρετε, μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη Βαλκυρία από μένα…»
«Στο υποσχόμαστε Μπρενχουάλντα» ανταποκρίθηκε η Φραγιάντις. «Αλλά σε χρειαζόμαστε κι εσένα! Δεν σε κάναμε τυχαία Μπρενχουάλντα μας! Παρόλο που ήρθες σαν ξένη στις Βαλ Κύρη, έμαθες τόσα και ανέδειξες τον καλύτερο εαυτό μας. Και νοιαζόσουν για μας, δεν έπαψες ποτέ να νοιάζεσαι. Το ξέρω πως στενοχωριέσαι για το θάνατο των δυο γενναίων και κοντινών σου ανθρώπων, αλλά μήπως η κρίση σου επηρεάζεται τώρα από τα συναισθήματά σου;»
«Μακάρι να ήταν έτσι αδελφή, αλλά πλησιάζω σ’ αυτό που πρέπει να κάνω. Το μυαλό μου δεν μπορεί να κρίνει λογικά και η καρδιά μου είναι η μόνη που στέκεται λογική.»
Η Ρέγκινλεϊφ τις πλησίασε ακόμα περισσότερο κάνοντας και νόημα στις άλλες Βαλ Κύρη που ακολουθούσαν. «Βλέπω πως είσαι αρκετά αποφασισμένη αδελφή αν και δείχνεις ότι δεν μπορείς να πας πουθενά, ούτε βέβαια στους Ούννους αλλά ούτε και στη φυλή της μητέρας σου. Έχω σταθεί κοντά σου από πάντα, όπως ήδη ξέρεις και γι’ αυτό σου ζητάω να το ξανασκεφτείς! Τουλάχιστον όταν μπορέσεις καλύτερα. Κάλεσα τη Φραγιάντις και τις άλλες μόλις μου το ζήτησες και μέχρι πρότινος θα ερχόσουν μαζί μας αφήνοντας τη Βουργουνδία. Ο θάνατος του Ζίγκφριντ όμως τελικά σου άλλαξε γνώμη. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μας! Δεν θέλουμε να σε ξαναχάσουμε, ειδικά εγώ!»
«Αδελφή μου εσύ, τα λόγια σου με κάνουν να θέλω να σε αγκαλιάσω τρυφερά. Μακάρι να μπορούσα να σας παρηγορήσω όλες, αλλά δεν μπορώ καν να παρηγορήσω εμένα. Ο θάνατος του Ζίγκφριντ με έκανε να δω…να καταλάβω τα πράγματα καλύτερα. Να αναλογιστώ ακόμα και τα λάθη μου.» Έτριψε το μπράτσο του αγαπημένου της που είχε τυλίξει γύρω της κι ας μην περίμενε απόκριση. Και ξαφνικά θυμήθηκε. Γύρισε πίσω στους άλλους άντρες που μετέφερναν το σώμα του Χαγκάνο και τους έκανε νόημα να σταματήσουν.
«Τι έγινε πάλι; Έχουμε και άλλη καταστροφή;» ρώτησε ο Γκούντορμ κοιτώντας πίσω του με θυμωμένο ύφος. Η Μπρουναχίλντ όμως είχε φτάσει τον Χαγκάνο και αγγίζοντας απαλά το ματωμένο του χιτώνα, έψαξε τον μανδύα του από μέσα μέχρι που βρήκε αυτό που γύρευε. Την επόμενη στιγμή ένα χρυσό περικάρπιο δαχτυλίδι με σπείρες και ρούνους χαραγμένους πάνω του βρισκόταν στο χέρι της.
«Δεν πρόσεξα τον Χαγκάνο που το είχε πάρει από τον Ζίγκφριντ, δεν μπορούσα να σκεφτώ καν καθαρά εκείνη τη στιγμή. Αλλά η λάμψη του ήταν αυτή που με έκανε να σημαδέψω τελικά τον Χαγκάνο σ’ αυτό το επίμαχο σημείο. Καταραμένο ή όχι, κρύβει δύναμη. Και δεν μπορώ να αφήσω κανέναν να το πάρει, σίγουρα όχι μετά από όσα έγιναν. Πρέπει να γυρίσεις εκεί όπου ανήκεις» είπε σαν να μιλούσε στο δαχτυλίδι. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να σε χρησιμοποιήσουν σωστά.»
«Μήπως πρέπει να το ζητήσουμε;» ψιθύρισε ο Γκίσελχαρ. «Είναι η κληρονομιά της αδερφής μας και δεν ξέρω…»
«Όχι» τον έκοψε ο Γκούντορμ. «Αν το θέλει ο Γκούντοχαρ ας το απαιτήσει από τη γυναίκα του. Φτάνουμε στις πύλες…»
––––––––
Ο χρόνος που είχε περάσει του φαινόταν σαν μια αιωνιότητα στην οποία βασίλευαν μόνο η πίκρα και οι τύψεις. Μετάνιωσε που δεν είχε πάει μαζί τους, από την άλλη όμως του φαινόταν φοβερά δυσβάσταχτο να γινόταν μάρτυρας των όσων μπορεί να είχαν συμβεί και το μόνο που μπορούσε να κάνει τελικά ήταν να περιμένει, σαν από πάντα, την κρίσιμη στιγμή ή το Ράγκναροκ αν ερχόταν…
«Τελικά οι Νιφελούγκαρ, ο λαός που ήρθε τόσο μακριά από την ομίχλη, ρισκάροντας τα πάντα για να φτάσουν σ’ αυτό τον κόσμο της αφθονίας, δεν μπόρεσαν να γλυτώσουν από ένα δισταχτικό ηγέτη…» σκεφτόταν. «Που ούτε καν μπορούσε να πάρει μια απόφαση μόνος του…άφησε άλλους να πάρουν τις αποφάσεις…και μετάνιωσε οικτρά για όλες…»
Συνέχιζε να κοιτάζει τον σκοτεινό ορίζοντα, ακόμη κι αν δεν μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα κάτι που μπορούσε να φανεί. Το χλωμό σούρουπο είχε περάσει δίνοντας τη θέση του στο ακόμη πιο βαριά μελαγχολικό σκοτάδι. Ξαφνικά γύρισε γιατί ακόμα κι αν δεν μπορούσε να δει, κατάλαβε πως τα αδέρφια του με τους άνδρες τους επέστρεφαν επιτέλους, πριν καν ακόμα έρθουν οι υπηρέτες του να του το αναφέρουν. Αλλά και τότε, ακόμα κι όταν η ανυπόφορη προσμονή του πήρε τέλος, κατάλαβε πως στην πραγματικότητα η αγωνία του ποτέ δεν είχε τελειώσει. Κι ούτε καν θα τελείωνε. Κι ήταν η Γκουντρούν που τον πλησίασε με τη ανησυχία φανερά γραμμένη στο ωραίο πρόσωπό της, που έκανε την αγωνία του ακόμη χειρότερη.
«Γκούντερ, τι έγινε; Δεν ξέρουν κανείς! Μου είπαν πως πλησιάζουν! Και έχουν αργήσει! Αλλά δεν ακούω τραγούδια ούτε προσμονές όπως κάθε φορά μετά από κυνήγι που ευλογούμε τα θηράματά μας. Ούτε καν το κέρας του Ζίγκφριντ ακούω να αντιλαλεί!»
«Ησύχασε αδερφή μου» μπόρεσε να της πει μόνο. «Σαν έρθουν θα μάθουμε…μπορεί απλά να έγινε κάποιο ατύχημα…»
«Ατύχημα; Πως μπορεί να έγινε; Ποιος μπορεί να χτύπησε; Ξέρεις κάτι Γκούντερ που δεν γνωρίζω…;»
Πριν προλάβει όμως να συνεχίσει, άκουσε μια από τις γυναίκες που ήρθαν μαζί της, να αναφωνεί: «Έρχονται μαζί τους Βαλκυρίες! Τις βλέπω! Κακός οιωνός!»
Η Γκουντρούν έτρεξε τότε ευθύς προς την πύλη αλλά δεν μπορούσε να δει καθαρά στην αρχή, σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. Όταν όμως μπήκε και η Μπρουναχίλντ, έβγαλε μια κραυγή σαν αναγνώρισε από πίσω της τον Ζίγκφριντ που της φάνηκε ασυνήθιστα πεσμένος, σαν κάτι άλλο εκτός από τον αληθινό του εαυτό! Έτρεξε αμέσως προς το μέρος του, φοβούμενη πως όποια προαισθήματα ένιωσε χθες το βράδυ, βγήκαν αληθινά! Ο Γκούντοχαρ όμως πρόλαβε να αναγνωρίσει ότι στην ίδια κατάσταση φέρνανε και τον Χαγκάνο! Ωστόσο έμεινε για μια στιγμή στη θέση του, απόλυτα παραξενεμένος, σκεφτόμενος ότι ποτέ άλλοτε η Μπρουναχίλντ δεν του θύμιζε Βαλκυρία, σαν κι αυτή που τραγουδιόταν μέσα από τους θρύλους, όσο τη τωρινή στιγμή…
Σαν είδε τη Γκουντρούν να έρχεται, η Μπρουναχίλντ διέταξε να κατεβάσουν το σώμα του Ζίγκφριντ από το άλογό της. Και μετά με μια αιφνιδιαστική δύναμη, που φαινόταν κάπως ανώμαλη για τη μικροκαμωμένη κορμοστασιά της, έπιασε το σκληραγωγημένο σώμα του αλλοτινού αγαπημένου της και το απέθεσε απαλά στην αγκαλιά της Γκουντρούν η οποία σαν είδε ότι αυτό που φοβόταν περισσότερο από όλα ήταν πραγματικότητα, δεν μπόρεσε παρά να βγάλει μόνο άφωνους λυγμούς, μη τολμώντας ακόμα να το παραδεχτεί, ούτε καν στον εαυτό της!
Είχαν κατεβάσει κι από προτροπή της και το σώμα του Χαγκάνο όταν ήρθε τελικά ο Γκούντοχαρ με όλο τον κόσμο γύρω τους. Ο Γκίσελχαρ ακόμα έκλαιγε κι αδυνατούσε να μιλήσει, ενώ ο Γκούντορμ τους προϋπαντούσε με το θυμωμένο ύφος του, που του ήταν πιο εύκολο να φορέσει για να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση.
«Θα μου πει κάποιος τι έγινε; Γιατί ήρθαν...γιατί τους φέρατε νεκρούς τον Ζίγκφριντ και τον Χαγκάνο; Αλληλοεξόντωσαν ο ένας τον άλλον;» Ο Γκούντοχαρ ούτε καν μπήκε στον κόπο να αναφέρει την πιθανότητα ατυχήματος. Ήταν φανερό πως ένα άγριο ζώο δεν έφερνε τέτοιες πληγές.
«Γκούντοχαρ, άρχοντα..», άρχισε τελικά ο Γκούντορμ όλα ξεκίνησαν από τότε που…» την έδειξε μη μπορώντας να βρει την κατάλληλη λέξη για να την χαρακτηρίσει, «η αρχόντισσα Μπρουνχίλδη προκάλεσε σε μονομαχία τον Ζίγκφριντ Ζίγκμουντσον…»
«Προκάλεσα τον Ζίγκφριντ σε μονομαχία» μπόρεσε τελικά να μιλήσει η Μπρουναχίλντ, νιώθοντας πως ακόμα κι αν η ίδια δεν επιθυμούσε ή δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να το κάνει τελικά, να αφήσει δηλαδή άλλον να πει όπως αυτός πίστευε, αυτά που η ίδια έζησε. «Τον προκάλεσα…» συνέχισε με φανερή δυσκολία και μη μπορώντας να δυναμώσει τη φωνή της ώστε να ακουστεί αρκετά. Είχε τραβήξει όμως την προσοχή της Γκουντρούν που την κοιτούσε με πονεμένη απορία ανάμικτη με απέχθεια που δεν μπορούσε να αντέξει. «…έξω από την πόλη, στο δάσος, κοντά στα σύνορα όπως μου επιτρέψατε κι εσείς άρχοντα Γκούντοχαρ πως θα μπορούσα μόνο εκτός των περιχώρων σας να ζητήσω. Την πρόκλησή μου τη δέχτηκε ο Ζίγκφριντ Ζίγκμουντσον και η μονομαχία μας τελικά κατέληξε σε ανακωχή. Θα είχε τελειώσει εκεί, αλλά δυστυχώς ο αδερφός Χαγκάνο την έσπασε και σκότωσε τελικά τον Ζίγκφριντ χτυπώντας τον από πίσω παραβιάζοντας και όλους τους νόμους…»
Η δυσκολία έγινε φανερά μεγαλύτερη, αλλά κανείς άλλος δεν έδειχνε να μπαίνει στον κόπο να αναλάβει τη συνέχιση της ιστορίας. Κανείς δεν ήθελε στο κάτω κάτω να αναφέρει τα άσχημα μαντάτα. Μια σύσπαση στο λαιμό όμως την έκοψε κι ήταν τελικά η Ρέγκινλεϊφ που ανέλαβε να τη στηρίξει ακόμα μια φορά. «Η αρχόντισσα Μπρουναχίλντ προσκάλεσε στη συνέχεια τον Χαγκάνο σε μονομαχία από την οποία τελικά χτυπήθηκε θανάσιμα. Ήρθαμε μαζί με τους άνδρες σας να σας φέρουμε τα σώματά τους και θα βοηθήσουμε στις όποιες τελετουργίες χρειάζονται.» Απευθύνθηκε με δυνατότερη φωνή στον κόσμο που συγκεντρωνόταν όλο και πιο πολλής τριγύρω αφού τα νέα είχαν μεταδοθεί με αστραπιαία ταχύτητα. «Μαζέψτε τα ξύλα, ανάψτε τις φωτιές! Δυο γενναίοι πέθαναν σήμερα! Είναι μέρα θρήνου η σημερινή για μας! Ας τους ακολουθήσουν στη Βαλχάλλα όλες οι τιμές που μπορούμε να τους αποδώσουμε!»
Ο Γκούντοχαρ έκανε νόημα στους υπηρέτες του να ακολουθήσουν τις προσταγές της Βαλκυρίας κι αμέσως όλοι και όλα γύρω τους άρχισαν να κινούνται με φρήγορες ταχύτητες. Είτε για να υπηρετήσουν είτε για να μεταδώσουν. Δεν μπορούσε να μην κοιτάξει τα σώματα του Ζίγκφριντ και του Χαγκάνο που βρίσκονταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Ήταν χειρότερο από όσο περίμενε…πολύ χειρότερο. Ο Γκίσελχαρ από κάποια άκρη, λες και ανταποκρίθηκε στις μαύρες μύχιες σκέψεις του, τον ρωτούσε ακόμα γιατί έπρεπε να τα φέρουνε έτσι, χρειαζόταν να πεθάνουν και οι δύο τους για να σωθούνε; Κι ο Γκούντορμ τότε τον τράβηξε πίσω. Ήταν αλήθεια ότι έχασαν το μέλλον τους;
Κοιτώντας ακόμη τα ακίνητα σώματά τους, ο Γκούντοχαρ ανταποκρίθηκε σε μια ενστικτώδη κίνησή του και έσκυψε και έλυσε το πορφυρό μανδύα που φορούσε και σκέπασε με αυτόν το κορμί του Ζίγκφριντ, υπό το σιωπηλά παραξενεμένο βλέμμα της Γκουντρούν. Πέθανε σαν αρχηγός. Δεν αρκούσε. Έβγαλε και τον χρυσό χιτώνα που φορούσε από μέσα και σκέπασε το κορμί του Χαγκάνο. Πέθανε σαν αδερφός. Είναι το λιγότερο που τους αρμόζει.
«Τώρα τους παραχωρείς τις τιμές που τους άξιζαν και δεν είχαν πάρει ποτέ όσο ζούσαν Γκούντοχαρ;» τον ρώτησε η Γκουντρούν με φανερή την αίσθηση πίκρας στη φωνή της. Ο Γκούντοχαρ δεν μίλησε και κίνησε να προχωρήσει. Σαν έστριψε, ήταν που την είδε ευθύς, τη γυναίκα του…που δεν ήταν πια γυναίκα του. Και θυμήθηκε μια άλλη στιγμή, τότε που την είχε πρωτοπροσέξει, όταν του χάρισε τη ζωή σ’ αυτή τη μάχη δίνοντάς του και την ευκαιρία να ανακτήσει την αποφασιστικότητα που χρειαζόταν. Και τότε ήταν που μπόρεσε να παρασύρει και να ενθαρρύνει τους άνδρες του πιστεύοντας κι ο ίδιος επιτέλους σ’ αυτό που έκανε για το οποίο δεν έβρισκε κάποια πίστη πριν. Και κατάφεραν στο τέλος να ανατρέψου την έκβαση της μάχης…
Η ίδια γυναίκα ήταν ακόμα εκεί. Η σύζυγός του. Μεγαλύτερη αλλά του φαινόταν το ίδιο γοητευτική όπως πρώτα. Αντιμετώπισε το βλέμμα του κι αυτή, κι είδε φανερά τον πόνο που γραφόταν στα σταράτα μάτια της και κατάλαβε πως αυτό ήταν που την είχε αλλάξει τόσο πολύ. Όταν όλοι οι άλλοι γύρω τους είχαν φύγει ή γυρίσει στα πράγματα που έπρεπε να κάνουν, η ίδια ήταν ακόμα εκεί, ασάλευτη. «Πρέπει να πάρουμε τα σώματά τους» του υπενθύμισε απλά. «Να καθαριστούνε και να αλειφθούν με βότανα και έλαια.»
«Που να τους πάμε;» την ρώτησε αμέσως μια από τις γυναίκες που είχαν μείνει κοντά στη Γκουντρούν. «Να τους πάμε στην εκκλησία;»
«Δεν θα τους δεχθούν» ήρθε η απάντησή της. «Δεν ήταν ποτέ βαπτισμένοι. Δεν θα τους δεχτεί η εκκλησία, παιδιά ενός άλλου κόσμου…»
«Να τους φέρουν στην κάμαρά μου» μίλησε τελικά η Γκουντρούν με πιο δυνατή φωνή. «Θα τους πλύνουμε και θα τους αλείψουμε καλά. Και μετά θα αποτεθούν στην κεντρική σάλα ώστε να έρθουν όλοι, άρχοντες και στρατιώτες, αυλικοί και χωρικοί, να τους απευθύνουν όλες τις τιμές που τους αρμόζουν και το ύστατο αντίο. Μέχρι να ετοιμάσουν και να δυναμώσουν τις φωτιές. Μπορείτε να παραστείτε και εσείς οι Βαλκυρίες.»
Η Μπρουναχίλντ δεν μίλησε αλλά έδειξε με νόημα με το βλέμμα προς την Γκουντρούν, την παλιά της φίλη και τώρα αρχόντισσα Κριμχίλδη. Δεν υπήρχε και τίποτα να ειπωθεί παραπέρα. Κίνησε να φύγει όταν ξαφνικά ο Γκούντοχαρ την έπιασε απαλά από το μπράτσο. Σταμάτησε. Και οι δύο ξέρανε το ίδιο. Ακόμη κι αν ο Γκούντοχαρ ήθελε, δεν θα του επέτρεπαν πια, ούτε οι κανόνες, ούτε οι άνθρωποί του να τη ξαναδεχτεί ως σύζυγό του. Εξάλλου την είχε αφήσει να φύγει όταν του το απεύθυνε τελευταία φορά.
«Σ’ αγάπησα Μπρουναχίλντ…» της είπε τελικά σιγανά.
«Κι εγώ έτσι πίστευα.» του αποκρίθηκε. «Αλλά έπρεπε να με αφήσεις Γκούντερ κι όχι να επιμείνεις να με πάρεις γυναίκα σου. Μόνο πόνο σου έφερα και λυπάμαι έστω γι’ αυτό…»
––––––––
Αλείφανε το κορμί του όλο το βράδυ σχεδόν με έλαια και μύρα, βότανα και βαλσάμικα που μπορούσαν να αποδιώξουν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη μυρωδιά και να διατηρήσουν τη σφριγηλότητα που κατείχε κάποτε το σώμα τούτο, μέχρι ο άνεμος να απελευθέρωνε ότι έχει απομείνει από αυτό και τις στάχτες του. Ήδη είχαν καθαρίσει καλά και ξεπλύνει όλες τις πληγές του πριν τις δέσουν. Η Γκουντρούν είχε καταβάλλει πραγματικά αφιλότιμες προσπάθειες να τον περιποιηθεί όσο καλύτερα μπορούσε κι ακόμη περισσότερο. Τώρα θα άρχιζε το επικήδειο στόλισμα. Θα του φορούσαν το βασιλικό χιτώνα του κάτω από το γκρίζο δέρμα που θα τον σκέπαζε. Θα του φορούσαν το κράνος με το λοφίο του λύκου. Θα του αποθέτανε γύρω όλα τα χρυσά που είχε κερδίσει στα τόσα χρόνια, έστω κι αν της φαίνονταν λίγα, που είχε ζήσει και πολεμήσει. Θα ήταν πιο λαμπερός κι από βασιλιά. Όχι όμως όσο λαμπερός ήταν όσο ο ίδιος υπήρχε.
Η Γκουντρούν άγγιξε τα μπράτσα του νιώθοντας το γνώριμο σχηματισμό των μυών του. Αλλά ήταν κρύο το άγγιγμα του. Το σώμα του επώδυνα ακίνητο, το να τον αγγίζει ήταν σαν να έπιανε ένα ομοίωμα που είχε πάρει τη μορφή του άνδρα που ήταν κάποτε σύζυγός της. Ο ίδιος δεν βρισκόταν πια εκεί. Ούτε το ταπεινό κουφάρι του μπορούσε να τον αντικαταστήσει!
Η Μπρουναχίλντ έτυχε να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο, αλλά όντας στις σκιές, δεν φανέρωσε περισσότερο την παρουσία της. Ήρθε, αλλά ούτε η ίδια δεν ήθελε να διαταράξει τη θλιμμένη ησυχία που έβλεπε στο πρόσωπο της κάποτε φίλης της για το λίγο διάστημα που είχε περάσει στις Βαλ Κύρη και τώρα πια φανερά αντίζηλού της. Παρατήρησε την προσοχή και περιποίηση που δώσανε στο σώμα του αγαπημένου της, αν και ήταν σίγουρη πως τον Ζίγκφριντ δεν θα τον ένοιαζαν καθόλου ούτε τα πλούτη που τον στόλιζαν ούτε οι θησαυροί που τον συνόδευαν. Ήθελε πάντοτε αυτό που ήθελε κι εκείνη, να ‘ναι ελεύθερος. Βέβαια όμως τον σφάξανε σαν αγρίμι και τώρα θα τον κηδεύανε σαν βασιλιά.
Την ίδια περιποίηση όμως δίνανε και στο άψυχο σώμα του Χαγκάνο που βρισκόταν στην άλλη μεριά της μεγάλης σάλας που συνόδευε την κάμαρα. «Ούτε και τώρα σ’ αφήνουν εντελώς να μπεις στο δωμάτιο της Γκουντρούν, αδερφέ μου» σκέφτηκε. Έβλεπε και τα πλούτη που φέρνανε να συνοδεύσουν τον Χαγκάνο που μετά τον Ζίγκφριντ ήταν όντως ο καλύτερος πολεμιστής στη Βουργουνδία. Και καθώς τα παρατηρούσε, χρυσαφικά κυρίως αλλά και μερικά ρουμπίνια και σμαράγδια, δαχτυλίδια και περιβραχιόνια που έλαμπαν ξέχωρα ανάμεσα στα τόσα όπλα που θα σώριαζαν με τιμή γύρω από τους θησαυρούς με τα οποία τους είχε αποκτήσει, κατάλαβε τι ήταν αυτό που την έκανε να νιώθει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η λόγχη έλειπε! Η κατά τα άλλα ταπεινή και μη αδιαχώριστη λόγχη με τους 24 ρούνους της δύναμης με την οποία είχε σημαδέψει την πλάτη του Ζίγκφριντ. Η λόγχη όπου με πόνο θυμόταν πως έγραφε: όποιος κρατά την αγιασμένη τούτη ράβδο με σύνεση και δύναμη, τον κόσμο θα κατέχει. Η λόγχη του Όντιν! Κακό σημάδι το ότι έλειπε! Όποιος και να την πήρε, οι γιοι του Γκιμπίκχο ή οι γιοι του Χαγκάνο, σήμαινε πως οι συμφορές δεν θα τελείωναν! Ω Θεοί, πραγματικά ως πόσο ακόμα;
Κοίταξε το δαχτυλίδι που είχε φορέσει αφημένα στο χέρι της κάτω από το μπράτσο της, το αντιστάθμισμα της λόγχης. Το δαχτυλίδι της αγάπης που καταράστηκε στη συνέχεια με την αγάπη. Προτού έρθει, είχε δώσει τις τελευταίες οδηγίες που μπορούσε να σκεφτεί στη Φραγιάντις και στη Ρέγκινλεϊφ να τις μεταφέρουν στη Γκέιραχοντ και τις άλλες σαν γυρνούσαν μετά… μετά την κηδεία ή όποτε θα τελείωναν όλα αυτά. Τις είχε παροτρύνει να βρουν οπωσδήποτε τη Σκούλντ και να ζητήσουν τη καθοδήγησή της για όσο καιρό της απέμενε. Μόνο και μόνο για να μπορέσουν να σώσουν κάτι από αυτό που ήταν… Η ίδια……..θα έβλεπε τι θα έκανε ακριβώς. Σαν τελείωναν όλα. Προς το παρόν δεν μπορούσε να φύγει και να αφήσει το σώμα του αγαπημένου της κι ας μη βρισκόταν ο ίδιος εκεί. Κι ας μην ήξερε που ακριβώς βρισκόταν. Είχε ψάξει να τον βρει αλλά δεν τα κατάφερε. Μέχρι τουλάχιστον να μπορούσε να τον αισθανθεί. Μέχρι να μπορούσε να ελευθερωθεί…
Την ώρα που ήθελε να απευθύνει την απορία και την επίκληση της στον Πατέρα Όλων, άκουσε γυναικείες φωνές κοντά της που τράβηξαν ξανά την προσοχή της.
«Κήδεψα εφτά γιους κι ένα σύζυγο με τα ίδια μου τα χέρια. Όλοι τους πέθαναν στη μάχη!» Μια από τις γηραιότερες, σύζυγος ενός από τους αρχηγούς του Γκιμπίκχο, μίλησε με δυνατή φωνή που την άκουγαν όλοι στο δωμάτιο αλλά ήταν φανερό πως απευθυνόταν στη Γκουντρούν. Η Μπρουναχίλντ αναρωτιόταν γιατί, ώσπου είδε μια άλλη γυναίκα αρκετά νεότερη, να πλησιάζει κι αυτή.
«Είδα να σκοτώνουν τον άντρα μου μπρος στα μάτια μου ενώ εγώ μεταφερόμουν ως αιχμάλωτη στη Χώρα των Ούνων. Εφτά χρόνια υπηρετούσα ως δούλα! Τις νύχτες ο αφέντης με χρησιμοποιούσε στο κρεβάτι ενώ τις ημέρες χτένιζα τα μαλλιά της αφέντρας και έδενα τα πασούμια της.»
Η Μπρουναχίλντ κατάλαβε εκείνη τη στιγμή. Η Γκουντρούν δεν είχε κλάψει ούτε μία φορά ως τώρα κι όλες οι γυναίκες της αυλής το πρόσεξαν αυτό και προσπαθούσαν να τη οδηγήσουν στα δάκρυά της προτού σπάσει.
«Έχεις ακόμα βασίλειο και τιμή αρχόντισσα» της είπε μια άλλη. «Κλάψε για τον άντρα σου όμως που δεν θα ξαναδείς.»
Η Γκουντρούν όμως τις απέπεμπε λέγοντάς τους να την αφήσουν ήσυχη ώσπου αναγνώρισε τη Μπρουναχίλντ. Και τότε την έδειξε και μεμιάς σώπασαν όλες στο δωμάτιο.
«Ήταν τίποτα από όλα αυτά αληθινό, Μπρουναχίλδη;» Η πίκρα της δεν ήταν δυνατόν να γίνει εντονότερη.
«Ξέρεις, είναι αστείο», συνέχισε με την ίδια πίκρα. Έρχονται και μου λένε να κλάψω για τον άντρα μου όταν πια αποκαλύφθηκε ότι εγώ τον έκλεψα από σένα! Εσύ είσαι η αληθινή σύζυγός του, εσύ δικαιούσαι να κλάψεις, εσύ που τον οδήγησες και στο θάνατό του.»
«Γκουντρούν», της αποκρίθηκε ήρεμα η Μπρουναχίλντ, «σ’ αγαπούσε κι εσένα. Έστω και με τον τρόπο του. Είναι αλήθεια πως η προϊστορία μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση αλλά δεν φταις εσύ, δεν ήξερες τίποτα, πώς να ξέρεις;»
«Αλλά όλα αυτά που ζήσαμε ήταν ένα ψέμα! Εσένα αγαπούσε πάντα περισσότερο, περισσότερο κι από μένα.»
«Δεν έχει σημασία πια Γκουντρούν, αλλά πίστεψέ με όταν σου λέω ότι σ’ αγάπησε! Του προσέφερες κάπου να ανήκει! Μπόρεσε να ζήσει μαζί σου…Με μένα θα ήταν ακόμα πιο εκτός, ακόμα πιο απόκληρος…σαν ανοιχτή πληγή στον άνεμο. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι η ζωή σας και του Γκούντερ θα ήταν καλύτερη αν δεν υπήρχαμε εγώ και ο Ζίγκφριντ, ή έστω αν δεν υπήρχα εγώ. Δεν έπρεπε ο Γκούντερ να επιμείνει να με φέρει. Δεν ωφελεί όμως να μιλάμε για το τι θα γινόταν εάν και εάν. Δείχνουν πως όλα τελείωσαν τώρα αλλά ζήσε Γκουντρούν, ζήσε!» Θυμήθηκε πως το ίδιο της είχε πει κάποτε και ο Ζίγκφριντ.
Η Γκουντρούν έπεσε στο κάθισμα δίπλα της δείχνοντας πως δεν είχε άλλη δύναμη πια και η Μπρουναχίλντ την πλησίασε. Οι άλλες γυναίκες συνέχισαν τη δουλειά τους ξέροντας πως τώρα τα πράγματα πια έπαιρναν τη θλιμμένη τροπή που τους έπρεπε.
«Ποιο λόγο έχω να ζήσω τώρα;» συνέχισε πιο αδύναμα η Γκουντρούν. «Όσα έζησα αποδεικνύονταν ένα τίποτα, μια απάτη. Ακόμα και τα ίδια μου τα αδέρφια!»
«Έχεις τα παιδιά σου Γκουντρούν», η Μπρουναχίλντ αποκρίθηκε άμεσα. «Οι περισσότεροι ζουν ψεύτικες ζωές και περνάνε μια ολόκληρη ζωή ψάχνοντας να βρούνε ποιοι αληθινά είναι. Οι αποκαλύψεις τελικά μας έφεραν τη ζωή άνω κάτω. Αλλά μη ξεχνάς ότι υπάρχουν ακόμα τα παιδιά σου! Και για αυτά πρέπει να ζήσεις, να τα προστατέψεις! Εσένα έχουν…»
Η Γκουντρούν γύρισε και την κοίταξε. Μια σκέψη πέρασε από τα μάτια της. «Έχεις κι εσύ μια κόρη Μπρουναχίλντ, έτσι δεν είναι; Μοιάζει με την κόρη μου;»
Τώρα πια είχαν βγει περισσότερες αλήθειες στην επιφάνεια.
«Εεε…η αλήθεια είναι πως έχουν μια ομοιότητα. Αλλά μου την πήρανε Γκουντρούν…την έχασα καιρό πριν όταν δέχτηκα να έρθω εδώ…»
Δάγκωσε τα χείλη της. «Δεν έχει σημασία, ξέρω τουλάχιστον ότι είναι καλά. Κι εσύ να κάνεις ότι μπορείς, αν όχι για σένα, για τα παιδιά σου τουλάχιστον. Κι ο γιος σου…πρέπει να κάνεις ότι μπορείς να τον προστατέψεις καθώς η θέση του είναι επισφαλής όσο υπάρχουν ακόμη παιδιά που εκδικούνται για τους πατεράδες τους.» Είδε πως είχε τραβήξει για τα καλά την προσοχή και την ανησυχία της Γκουντρούν.
«Εσύ όμως…πήρες την εκδίκησή σου για τον Ζίγκφριντ, Μπρουναχίλντ. Σκότωσες τον ίδιο το αδερφό σου…»
Η Μπρουναχίλντ έσκυψε λίγο σαν να σκεφτόταν τα λόγια που μόλις είχε ακούσει. «Γκουντρούν, μη σε κάνει ο θάνατός του και η όλη αυτή κατάσταση να αλλάξεις τον εαυτό σου μετατρεπόμενη σε κάτι που δεν θα ευχόσουν να δεις ούτε και σε μένα αν και εγώ το έκανα.» Σκέφτηκε για μια στιγμή αν έφταιγε κι αυτό που δεν μπορούσε να αισθανθεί πια τη ψυχή του Ζίγκφριντ.
«Δεν το βλέπεις τώρα», συνέχισε, «αλλά σε χρειάζονται όλοι και πιο πολύ ο Γκούντερ έστω κι αν δεν το καταλαβαίνεις.» Κοίταξε για μια στιγμή το σώμα του Ζίγκφριντ και του Χαγκάνο από την έξω άκρη. «Υπάρχει και κάτι ακόμα που πρέπει να προσέξεις, για το οποίο πρέπει να σε προειδοποιήσω. Λείπει η λόγχη…η λόγχη της Δύναμης ξέρεις, αυτή με την οποία έφερε το χτύπημα ο Χαγκάνο. Είναι καλύτερο να τη βρεις και να τη φυλάξεις γιατί μπορεί να αποτελέσει, ακόμη κι ανοήτως, σοβαρό θέμα διαμάχης. Και πρέπει να κάνεις ότι μπορείς να αποτρέψεις τα χειρότερα που φαίνονται να έρχονται, όχι να τα προκαλείς.»
Η Γκουντρούν έγνεψε καταφατικά αν και ξεψυχισμένα και η Μπρουναχίλντ της έπιασε το χέρι. Και τότε πρόσεξε κι εκείνη το δαχτυλίδι που φορούσε.
«Βλέπω ότι το φοράς….Σου το έδωσε πίσω…»
Η Μπρουναχίλντ ένιωσε ξανά τη δυσάρεστη κατάσταση. «Το χρειάζομαι για να κάνω ένα ξόρκι, που μάλλον θα είναι το τελευταίο του δαχτυλιδιού. Δεν θα το πάρει κανείς μετά, ούτε κι εγώ, αρκετές συμφορές έφερε. Η λόγχη όμως, όσο ακόμα γυροφέρνει στον κόσμο και χρησιμοποιείται από ανθρώπους που δεν κατανοούν τις δυνάμεις της, ή την προσαρμόζουν στον δικό τους σκοπό, είναι επικίνδυνη. Μπορείς να πεις Γκουντρούν ότι σου ανήκει δικαιωματικά αφού βρισκόταν στους θησαυρούς που πήρε ο Ζίγκφριντ από τον Φάφνιρ. Και μόλις τη βρεις, αν έχουν αποτραπεί τα όποια χειρότερα μπορεί να ακολουθήσουν, ρίξ’ την μακριά όπου δεν θα τη ξαναβρούν και θα μπορέσει να γυρίσει στον Όντιν. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Η Γκουντρούν της έγνεψε πάλι αλλά αυτή τη φορά το καλύτερο σημάδι από κείνη είναι ότι έσφιξε και τα δικά της χέρια. «Ναι μην ανησυχείς, δεν το ζητάω πίσω.» Κατάλαβε πως για το δαχτυλίδι μιλούσε. «Ξέρεις…δεν αισθανόμουν και τόσο άνετα όσο το φορούσα. Περίεργο όμως Μπρουναχίλντ, εσύ το δαχτυλίδι της Φρέγια κι εγώ τη λόγχη του Όντιν…αλλάξαμε προστάτες;»
Η Μπρουναχίλντ την κοίταξε με έκπληξη αλλά χαμογέλασε αμυδρά αναγνωρίζοντας ‘σ αυτή τη σημείωση την αλλοτινή της φίλη.
«Έχεις ακόμα την ενόραση που σου έδωσε η Κυρία. Σαν φύγω…μπορεί να δεις μερικά οράματα και να ‘μαι σ’ αυτά.» Να ‘ταν άραγε αυτό το αντί που μπορούσε να της πει; «Πάμε τώρα, οι φωτιές πρέπει να ανάψουν και να οδηγήσουν τους ήρωες στην ελευθερία. Ας μην τους αφήσουμε να περιμένουν άλλο!» Η Μπρουναχίλντ κίνησε βιαστικά και φίλησε τις άκρες των δαχτύλων της κι απόθεσε μ’ αυτές το φιλί πάνω στα χείλη του Ζίγκφριντ. Από την αίθουσα έφυγε γρήγορα ώστε να μην ενοχλεί άλλο τη Γκουντρούν και να της παραχωρήσει τον χώρο που έπρεπε.
Ήταν πια όταν έφυγε η Μπρουναχίλντ που η Γκουντρούν ξέσπασε σε λυγμούς.
––––––––
Τα προσανάμματα για τις δυο μεγάλες επικήδειες πυρκαγιές που θα ακολουθούσαν δεν είχαν στηθεί ακριβώς δίπλα λόγω του ότι ήταν αντίπαλοι στη ζωή – αν και τώρα έδειχναν ότι θα καλπάζανε μαζί στη Βαλχάλλα. Και οι δύο σωροί όμως των ξύλων βρίσκονταν στην ολοπράσινη πεδιάδα έξω από το Μπορμπετομάγκους, βλέποντας προς το ποτάμι. Και ακριβώς στο ποτάμι περιμένανε τα πλοιάρια που θα σκορπίζανε τις στάχτες τους στα ιερά νερά του θεού που θα τους έδειχνε το δρόμο για την αίθουσα των γενναίων και ηρώων. Μόνο ο λόφος που προσδιδόταν στον Λόκι, λόφος ταιριαστός, είχε την τιμή να στέκεται δίπλα τους σαν άγρυπνος φρουρός.
Η νεκρώσιμη ακολουθία, λόγω της διαδρομής, πήρε κάποια μορφή καθώς ξεκινώντας από τη μεγάλη σάλα του ανακτόρου πήραν τους δρόμους της πόλης για να περάσουν από τη κεντρική πύλη έξω στην πεδιάδα. Πλήθος αρχόντων και ανθρώπων είχαν βγει για να τους συνοδέψουν στο τελευταίο τους αντίο και μέσα από τα λουλούδια, το επικήδειο υδρόμελο και τη μελαγχολία που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα είχαν μόνο καλά λόγια να πούνε για εκείνους και να τους εξυμνήσουν σαν τους μεγαλύτερους ήρωες που είχαν περάσει ποτέ και είχε την τύχη να δει ο τόπος τους. Ήταν λες και μετά από αυτό θα ξυπνούσαν σαν από κακό όνειρο και θα έβλεπαν τη θλιβερή πραγματικότητα ότι δεν θα υπάρξουν άλλοι προστάτες σαν κι αυτούς.
Τραγούδια και άσματα έδιναν και έπαιρναν και δημιουργιόντουσαν αυτοστιγμεί. Έπρεπε πάσης θυσία να τους διατηρήσουν με κάποιο τρόπο, να τους κρατήσουν ζωντανούς, τους ίδιους, τη μνήμη τους κι αυτό που τους έκανε ήρωες. Ως κι ο Γκούντοχαρ είχε βγάλει τη λύρα και τραγουδούσε μπροστά στα αδέρφια του και στο λαό του κατά τη διάρκεια της πομπής. Και γιατί όχι; Εδώ όλοι όσοι τους φοβόντουσαν πριν, τώρα τους εξυμνούσαν με ένταση και πάθος μετά θάνατον! Κι ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν αυτοί που κινδύνευαν περισσότερο όσο ζούσαν και τώρα από όλους, αυτοί που βίωναν περισσότερο το βάρος της απώλειάς τους...
«Η φωτιά προσμένει…το τέλος ενός θρύλου, το τέλος μιας εποχής…» τα λόγια του άσματός του περιπλέχθηκαν μέχρι που διασταυρώθηκε η ματιά του με τη ματιά της χήρας αδερφής του, της Γκουντρούν. Ήξερε τι του έλεγε χωρίς καν να του μιλήσει. Πως ήταν αργά για απολογίες. Πως κι ο ίδιος έπαιξε το ρόλο του σ’ αυτό. Έπρεπε όμως να πει κάτι. Κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσε να εκφράσει αβίαστα αυτά που ένιωθε κατά βάθος. Τις τρεις μέρες που διήρκησε η ετοιμασία για την κηδεία είχε πολλά να σκεφτεί και να καταλήξει στο συμπέρασμα πως παρά τα ότι έχασε: αδερφό, γυναίκα, φίλο κι ίσως και αδερφή, καθήκον ήταν να κάνει ότι μπορούσε καλύτερο για τη ευημερία και τη διατήρηση της χώρας του. Όπως άρμοζε σε ηγέτη της. Σήμερα όμως θα εξέφραζε την απώλεια που ένιωθε κι ας η θυσία είχε ήδη γίνει.
Φτάσανε πλησιέστερα στις όχθες του ποταμού και συγκεντρωθήκανε γύρω από τους σωρούς των ξύλων. Σαν αποθέσανε και τις ίδιες τις νεκρικές σωρούς απάνω τους, πλησίασε η ιέρεια και προχώρησε στην απόσταση που διατηρούσαν ανάμεσά τους για να πει τα λόγια που θα έδιναν το έναυσμα για τη πύρινο πέρασμά τους στον άλλο κόσμο.
Το μόνο περίεργο ως τώρα ήταν πως έλειπε η Μπρουναχίλντ. Δεν ήταν μαζί τους στη νεκρώσιμη ακολουθία, ούτε καν ήταν η ιέρεια που θα αναλάμβανε την τελετουργία και πορεία της πυράς αν και είχε κάθε δικαίωμα σ’ αυτό. Είχε αρνηθεί να αναλάβει αυτό το καθήκον που τόσο εύκολα θα μπορούσε να αποδώσει λόγω της εκπαίδευσης που είχε λάβει και τόσο ταιριαστό θα της ήταν αφού τελικά αυτή τους οδήγησε και τους δύο στο θάνατο. Ωστόσο, ήρθε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν ξαφνικά από το πουθενά. Και δεν ήταν τόσο το απλό λινό, λευκό φόρεμα που φορούσε καλυμμένο από την κοντή σκούρα μπέρτα καμωμένη από κορακίσια φτερά αυτό που τράβηξε την προσοχή όσο το υστερικό της γέλιο που αντήχησε ξαφνικά στον χώρο, τη στιγμή ακριβώς που αποθέτανε τις σωρούς. Στον ανοιχτό πεδινό χώρο αυτό το γέλιο είχε τρομάξει ακόμα και τα πουλιά που από περιέργεια παρακολουθούσαν και ακουγόταν πολύ παράξενο και κανείς δεν ήξερε καν πώς να το ερμηνεύσει! Χαρά, λύπη, θυμός ή ειρωνεία; Ή όλα μαζί; Ο οίκος των Νιφελούγκαρ έδειχνε δυσαρεστημένος όπως κι ο οίκος των Ντρόνγκεν. Μπορεί να ήταν σημάδι τρέλας τελικά, ήταν γνωστό πως η βασίλισσα ήταν ερωτευμένη με τον Ζίγκφριντ κι αυτή που έβαλε να τον σκοτώσουν. Καλά θα ήταν να έφευγε τελικά η τρισκατάρατη και να μη ξαναγύριζε ποτέ.
Η Μπρουναχίλντ πλησίασε τη Ρέγκινλεϊφ που ήταν η ιέρεια δίνοντάς της την άδεια να συνεχίσει την τελετή. Και στη συνέχεια φίλησε ατάραχη τον Ζίγκφριντ αλλά και τον Χαγκάνο, προκαλώντας δυσαρέσκεια και από τους δύο οίκους. Κανείς όμως δεν έκανε κάτι εναντίον της. Προχώρησε προς τη Φραγιάντις και τις άλλες που κρατούσαν από τα γκέμια τη Γκράνι. Κάποιοι είχαν πει πως η Γκράνι, ως άλογο του Ζίγκφριντ, έπρεπε να ριχτεί κι αυτή στην πυρά μαζί του ώστε να πάει ο ήρωας καβάλα στη Βαλχάλλα κι αυτή έδωσε διαταγή να προσέχουν σαν τα μάτια τους το άλογο που είχε αναθρέψει από πουλάρι.
Μόλις έβαλαν φωτιά στα κάτω προσανάμματα που στη συνέχεια θα έφερναν τη φλόγα στα υψηλότερα από πάνω μέχρι όλα να θεριέψουν και να καλύψουν στο τέλος εντελώς τους ήρωες από αυτόν τον κόσμο, τράβηξε διακριτικά τη Γκράνι και προχώρησαν μαζί προς την αθέατη πλευρά του λόφου. Η Φραγιάντις την είδε και κίνησε αμέσως να πάει μαζί της αλλά η Μπρουναχίλντ τη σταμάτησε.
«Όχι αδερφή, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις κι η θέση σου είναι σ’ αυτόν τον κόσμο. Εμένα δεν είναι πια.»
Βρίσκοντας την ησυχία και την ανωνυμία που γύρευε, σαν γύρισε ελαφρά τη βάση του λόφου ώσπου δεν φαινόταν από τον κόσμο που παρακολουθούσε με ευλάβεια την επικήδεια πυρά, κατάφερε να κάνει αυτό που ζητούσε. Βυθίστηκε μέσα στον εαυτό της και χαμήλωσε τις αναπνοές της μέχρι να φτάσει στη γνώριμη κατάσταση διαλογισμού, από όπου μπορούσε και να επικοινωνήσει καλύτερα. Θα ερχόταν εκείνος όμως; Είχε περάσει όλες αυτές τις τρεις επίπονα βασανιστικές μέρες σκεφτόμενη τι να κάνει και καμία επιλογή δεν της φαινόταν καλή. Ή αρκετή! Ήταν σαν τώρα που έφυγε ο Ζίγκφριντ να έχασε την όποια θέλησή της για αυτόν τον κόσμο. Και τώρα όμως έφτασε η στιγμή που έπρεπε να πάρει τη μεγαλύτερη απόφασή της. Θα ερχόταν όμως Εκείνος τώρα ακριβώς που τον χρειαζόταν περισσότερο;
Θυμήθηκε την άλλη εκείνη στιγμή, στη μύησή της, δεμένη σχεδόν τρία μερόνυχτα πάνω στο δέντρο ώστε να μυηθεί στους ρούνους του Δέντρου της Γνώσης, του Δέντρου της Ζωής που την κατέβαλλαν και βυθίστηκε μέσα σε αυτούς καταλαβαίνοντας το ξεχωριστό γνώρισμα τους αλλά νιώθοντας και την κοινή ουσία που βρισκόταν βαθιά μέσα τους. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως είχε δει μπροστά της και τις πύλες που άνοιγαν στις άλλες διαστάσεις και μπορούσε να περπατήσει ανάμεσα στους κόσμους. Αιθεροβατούσε μέχρι που σαν καθοδηγητής ήρθε ο ίδιος ο Όντιν! Θυμήθηκε και που την προειδοποίησε τι χρειαζόταν κι ωστόσο δέχτηκε να την καρφώσει με τη λόγχη του ώστε να πεθάνει και να επανέλθει με τη γνώση και την πίστη που χρειαζόταν…»
«Πατέρα, Πατέρα είσαι εδώ; Με εγκατέλειψες εντέλει;»
Κι όμως ένιωσε τελικά και με βαθιά ανακούφιση που έβγαινε από όλο το είναι της τη διάχυτη παρουσία του που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της.
«Ποτέ δεν έφυγα από κοντά σου κόρη μου, εσύ ήσουν αυτή που νόμιζε πως είχα φύγει.»
«Γιατί ήταν και η παρουσία σου στη λόγχη; Λες κι ήταν και τα χέρια σου πάνω σ’ αυτή;»
«Θα καταλάβαινες;»
«Μπόρεσα να ανοιχτώ σε ένα μέρος από την αλήθεια για την οποία μιλούσε ο Ζίγκφριντ. Δεν μπόρεσα να τον καθοδηγήσω. Πρέπει να το κάνω τώρα…αυτό ζητάω. Νιώθω πως είναι το μόνο που μπορώ να κάνω αλλά δεν μπορώ να βρω την παρουσία του! Κι όχι να τον οδηγήσω στη Βαλχάλλα άλλο…πιο πέρα από κει...»
«Η Βαλχάλλα, το ξέρεις καλά, έχει δημιουργηθεί στα αστρικά πεδία για τις ανάγκες των ανθρώπων. Οι ιδέες τους, οι επιθυμίες τους και οι ελπίδες τους μου δώσανε όλα τα υλικά που χρειαζόταν για να βοηθήσω να χτιστεί εκείνος ο τόπος, εκεί όπου θα μπορούσε να συγκεντρωθούν τα υψηλά ιδανικά, το θάρρος, το κουράγιο, η δύναμη, όλος ο ηρωισμός. Εκεί όπου οι ήρωες θα μπορούσαν να ξεκουραστούν πριν σχεδιάσουν προσεκτικά τα επόμενα βήματά τους και αν χρειαστεί να επανέρθουν, να πολεμήσουν πάλι με τις μορφές που οι ίδιοι διάλεγαν με την εσωτερική τους και ανώτερη καθοδήγηση. Μπορούσαν να βρουν ποια είναι τα λάθη τους που τους έφερναν να διορθώσουν και ποια μαθήματα έμεναν να λάβουν πριν η ισχυρή θέληση, νοημοσύνη και αγάπη τους έφερναν στην Κατοικία των Θεών.»
«Πατέρα την έχω δει πως είναι, θαυμαστή! Κι εγώ εξυπηρέτησα καθοδηγώντας όλες εκείνες τις γενναίες ψυχές που ήθελαν να φτάσουν σ’ αυτό το πεδίο. Αλλά για να επανασαρκωθούμε; Εγώ και ο Ζίγκφριντ; Χρειαζόμαστε περισσότερα. Πρέπει να διαβούμε αυτά τα μονοπάτια που δεν διαβήκαμε πριν. Και δεν τον βρίσκω! Βοήθησέ με Πατέρα! Βοήθησέ με να τον καθοδηγήσω αν δεν έχει καθοδηγηθεί ήδη!»
«Κόρη μου είμαι κοντά σου…Κι ο Χαγκάνο επίσης. Τον βοήθησα κι αυτόν σαν πήρε τη απόφασή του. Δύσκολη η απόφασή σου αλλά μην ξεχνάς πως την επέλεξες Επιλογέα.»
Κι η Μπρουναχίλντ ξέσπασε σε κλάματα. Κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.
Τώρα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός ακόμα. Γύρισε και χάιδεψε τη φοράδα στη μουσούδα της τρυφερά και με όση αγάπη είχε απομείνει. Της φάνηκε πως είδε και το πρόσωπο της Θεάς να χαμογελά από πάνω της. Θυμήθηκε τη μητέρα της, τη μητέρα που έψαχνε κάποτε απελπισμένα για να χωθεί στην απέραντη αγκαλιά της. Πάντα έβλεπε τη Μητέρα της σαν αντιστάθμισμα του Πατέρα της. Ο Ζίγκφριντ πριν πεθάνει είχε πει πως έβλεπε τη Μεγάλη Μητέρα που τον καλούσε για να δει την αλήθεια. Που θα πήγαινε ο Ζίγκφριντ τώρα; Που θα έβρισκε την αλήθεια αυτός και ο λύκος εαυτός του; Έπρεπε να ψάξει. Δεν χρειαζόταν να ζητήσει από Εκείνη με λόγια, ένιωθε παντού τη διάχυτη παρουσία της, στη ζωή και στο θάνατο.
Κοιτώντας τη φοράδα τρυφερά και ευγνωμονώντας που δεν είχε χάσει την ιππεία της προσπάθησε να της δείξει τι ήθελε τελικά από κείνη. Και να μη φοβόταν, ότι και να γινόταν δεν θα την άφηνε…Ήταν κομμάτι της Μητέρας… Έπιασε και το δαχτυλίδι που άστραφτε στο μπράτσο της σαν τον πύρινο κύκλο που έβλεπε να καίγεται μπροστά της και κάποτε καιγόταν ένας παρόμοιος γύρω από κείνην. Το ξόρκι της εξιλέωσης…
Ήδη μύριζε καπνισμένος ο αέρας φέρνοντας τις πρώτες στάχτες στο μέτωπό της δίνοντας το σημάδι πως έπρεπε να βιαστεί. Η Γκράνι χαμήλωσε τη μουσούδα της μετά από την παρότρυνσή της και η Μπρουναχίλντ ανέβηκε πάνω της πιάνοντας απαλά τη χαίτη της. Είχε προτιμήσει να μη της βάλει τίποτα χαλινάρια ή σέλα. Και τα γκέμια που φορούσε της τα αφαίρεσε προ πολλού. Έπρεπε να νιώθει άνετα, να αισθανθεί και να είναι ελεύθερη.
Κοίταξε τον κόσμο που αντίκριζε ακόμα με δέος, τραγούδια και μοιρολόγια τη φωτιά κι ανέβηκε γρήγορα με τη Γκράνι το λόφο. Οι γυναίκες συνέχιζαν να μοιρολογούν τους ήρωες ενώ οι άντρες τους αποχαιρετούσαν μακαρίζοντάς τους που κανείς δεν μπορούσε να φτάσει τη δύναμή κι ανδρεία τους. Ο Γκούντορμ κι ο Γκίσελχαρ στέκονταν πίσω από τη Γκουντρούν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να την πιάσουν αν εκείνη έπεφτε προς τη φωτιά, αλλά εκείνη στεκόταν ολομόναχη στην απομόνωσή της με τις σκιές των αδερφών της να διαγράφονται μπροστά της στις φλόγες. Ο Γκούντοχαρ σκούπισε διακριτικά τα δάκρυα που άρχιζαν να κυλούν στο μάγουλό του και ύψωσε το κέρας του Ζίγκφριντ έτοιμος να σημάνει την είσοδό τους στον άλλο κόσμο ώσπου είδε ξαφνικά δυο κοράκια να διαγράφουν οχτάρια πετώντας επικίνδυνα κοντά και να κάθονται στη φλαμουριά κοντά στο λόφο. Ένιωσε ένα ρίγος χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί. Κι εκείνη τη στιγμή που τα κοιτούσε, ξεχώρισε την παρουσία της Μπρουναχίλντ στο λόφο.
Ο έντονος θόρυβος όμως που έκαναν οι οπλές του αλόγου και οι πέτρες που έπεφταν στο πέρας του έκαναν φανερή την παρουσία της και στους υπόλοιπους. Ο καλπασμός του αλόγου αυξανόταν σε όλο και πιο βίαιος κι αφηνιασμένος και ακούστηκε μια κραυγή ή ένα τρελό γέλιο από τα χείλη της παρόμοιο με αυτό που ακουγόταν νωρίτερα στην πεδιάδα. Η Μπρουναχίλντ κατέβαινε με όλη την φόρα και άγρια ορμή της και πριν καταλάβουν τι ακριβώς έκανε, με μια βίαιη κίνηση ώθησε απότομα τη φοράδα της πέρα από το έδαφος του λόφου προς τη φωτιά!
Το πήδημα αυτό που έκανε διέγραψε μια τοξοειδή τροχιά και για μια στιγμή έδωσε την εντύπωση πως θα μπορούσε να πετάξει στον αέρα όπως η Βαλφρέγια ή οι Βαλκυρίες των θρύλων. Η Μπρουναχίλντ προσγειώθηκε με στοχευμένη ακρίβεια στο κέντρο της νεκρικής πυράς του Ζίγκριντ του οποίου τη σωρό οι φλόγες έγλυφαν ήδη επικίνδυνες. Ω Θεοί, δεν υπήρχε τρόπος να βγει από κει παρά το ότι είχε το άλογο μαζί της! Φωνές και μουρμουρητά διέφυγαν από όλους όταν την είδαν να αγκαλιάζει τον Ζίγκφριντ και να υψώνει το σπαθί του που κειτόταν στο πλάι του. Πριν προλάβουν να δουν αν όντως χρησιμοποίησε τον εαυτό της ως θήκη του σπαθιού, ο πύρινος κύκλος τους έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά τους κρύβοντάς τους από τα αδιάκριτα μάτια των αμύητων.
Περίμεναν για λίγη ώρα ώσπου ξαφνικά ακούστηκε αυτός ο θόρυβος, αυτή η έκρηξη και το μπουμπουνητό που ακολούθησε. Σαν κάτι που ξεσπούσε, οι φλόγες τινάχτηκαν δυνατότερα και ψηλότερα λες κι ήθελαν να φτάσουν τον ουρανό! Ακολούθησε κι αυτή η ξαφνική μπόρα από το πουθενά που έβρεχε με ορμή τα πάντα σβήνοντας τα φλογώδη ξεσπάσματα και τα απομεινάρια των πυρών. Η έντονη βροχή οδήγησε τους ανθρώπους να καταφύγουν στην ασφάλεια της πόλης και των σπιτικών τους αφήνοντας την να παρασύρει και το τελευταίο ίχνος από τις στάχτες που ήταν κάποτε ο Χάγκεν, ο Ζίγκφριντ και η Μπρουναχίλντ.
Δεν είχαν φύγει όλοι όμως με φούρια λόγω της θυμωμένης μπόρας ή της επιτακτικής ανάγκης να εξιστορήσουν τα καθεστώτα στους δικούς τους. Λίγοι είχαν μείνει ακόμα, παρά τη βροχή που τους μούσκευε με δύναμη και λιγότεροι από αυτούς κοιτούσαν ψηλά, όπου έφταναν πριν οι φλόγες, προσπαθώντας να κατανοήσουν τι έγινε…ή τι είδαν. Ο Γκούντερ προσπάθησε να σταθεί μάρτυρας. Η Γκουτρούν όμως ήταν μία από αυτούς. Και θα έλεγε πως της φάνηκε σαν να είχε δει μέσα από τις φλόγες τη Μπρουναχίλντ να συνεχίζει να είναι καβάλα στη Γκράνι και να πιάνει από το χέρι τον Ζίγκφριντ που με προθυμία την ακολουθούσε προς όποιον κόσμο κι αν τον οδηγούσε, όποιον κόσμο κι αν τους δεχόταν, αν όντως τον οδηγούσε κάπου. Δεν ήξερε τι να πιστέψει, αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να είδε κάτι τέτοιο ή ήταν η απελπισμένη ιδέα του μυαλού της και κοίταξε γύρω της λες κι έψαχνε μια απάντηση. Μες στη σκοτεινιασμένη υγρασία αναγνώρισε τη Ρέγκινλεϊφ που στεκόταν πιο πέρα και την πλησίαζε. Μια ματιά στο πρόσωπό της την έκανε τελικά να ρώτησε:
«Πήγανε στη Βαλχάλλα;»
Η Ρέγκινλεϊφ έδειχνε απίστευτα ήρεμη. «Δεν ξέρω αλήθεια…αλλά όπου και να ‘ναι, φύγανε μαζί…»
Από πίσω τους ακουγόταν χαμηλόφωνα το τραγούδι του Γκούντερ και φτερά κορακιού πέταξαν προς το πρόσωπο της Γκουντρούν. Από μακριά, χολωμένα ακούστηκε μια κραυγή λύκου.
Και όταν όλα γυρίσουν άνω κάτω
Κι ο δρόμος το τέλος του θα επιστάζει
Ο μακρινός αχός που θα οδηγείτο
Η κραυγή του Λύκου προς το Κοράκι…